Σχολιασμός
της Λίτσας Αμμανατίδου – Πασχαλίδου,
βουλευτή Β’ Θεσσαλονίκης και υπεύθυνης
ζωικής παραγωγής της ΕΕΚΕ Αγροτικής
Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ
«Σε
οριακό σημείο επιβίωσης η κτηνοτροφία
στη χώρα μας – Απαραίτητη η εγρήγορση
όλων»
Σχετικά
με τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από
τη ραγδαία εξάπλωση του καταρροϊκού
πυρετού των προβάτων, η βουλευτής Β’
Θεσσαλονίκης και υπεύθυνη ζωικής
παραγωγής της ΕΕΚΕ Αγροτικής Πολιτικής
του ΣΥΡΙΖΑ, Λίτσα Αμμανατίδου –
Πασχαλίδου, σχολίασε τα εξής:
«Είναι
γνωστό ότι οι πληγές που άφησε η ευλογιά
επιδεινώθηκαν με την εμφάνιση του
καταρροϊκού πυρετού, η οποία έχει
επεκταθεί σχεδόν σε όλες τις περιοχές
της χώρας.
Σύμφωνα
με τα επίσημα και καθόλου αξιόπιστα
στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης
Κτηνιατρικής του υπουργείο Αγροτικής
Ανάπτυξης και Τροφίμων, ο καταρροϊκός
πυρετός έχει εξαπλωθεί σε 33 νομούς της
χώρας, με τις εστίες μόλυνσης να ανέρχονται
σε 906, ενώ συνολικά έχουν προσβληθεί
207.705 ζώα, εκ των οποίων τα 181.971 είναι
πρόβατα, τα 24.769 είναι αίγες και τα 965
βοοειδή με το ποσοστό θνησιμότητας σε
ορισμένες εκμεταλλεύσεις προβάτων
προσεγγίζει το 20%.
Ωστόσο,
όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, τα
στοιχεία αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν
αξιόπιστα, καθώς δεν
έχει γίνει μέχρι σήμερα συστηματική
καταγραφή των θανόντων ζώων
και οι λόγοι ποικίλουν.
Αρχικά,
οι
κτηνιατρικές υπηρεσίες, σήμερα
αποδεκατισμένες,
χωρίς προσωπικό και τα απαραίτητα μέσα,
αδυνατούν να καταγράψουν με επιτόπιες
επισκέψεις τους θανάτους ζώων. Την ίδια
ώρα, ενώ το ΥπΑΑΤ και οι ΔΑΟΚ (Δ/νσεις
Αγροτικής Οικονομίας & Κτηνιατρικής)
λειτουργούν με το 40% του στελεχιακού
δυναμικού που απαιτείται, δεν συνδέονται
μεταξύ τους οργανικά.
Στο
σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι το
υπάρχον προσωπικό με φιλότιμες προσπάθειες
κάνει ό,τι μπορεί,
με απλήρωτα τα εκτός έδρας.
Σε
πολλές περιπτώσεις η αδυναμία των
κτηνιατρικών υπηρεσιών να καταγράφουν
τους θανάτους των ζώων υποχρέωσε τους
κτηνοτρόφους να αποδεικνύουν τον θάνατο
ζώου με την προσκόμιση του κεφαλιού με
το ενώτιό του στο κτηνιατρείο της
περιοχής, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η
καταγραφή των θανάτων γίνεται και
τηλεφωνικά ή με την προσκόμιση καταλόγου
με τα ενώτια των θανόντων ζώων, χωρίς
τη βεβαίωση θανάτου από κτηνίατρο.
Ωστόσο,
υπάρχουν και περιπτώσεις θανάτου ζώων
που δεν
δηλώνονται καθόλου
από τους κτηνοτρόφους, είτε λόγο ελλιπούς
ενημέρωσης,
είτε κυρίως λόγω του υψηλού
κόστους θανάτωσης
που ανέρχεται στα 50 ευρώ το ζώο.
Το
κράτος
για άλλη μία φορά αποδεικνύεται
αναποτελεσματικό
και το απομονωμένο
στην Αθήνα υπουργείο
αδυνατεί να δώσει απαντήσεις, έχοντας
από καιρό εγκαταλείψει τους κτηνοτρόφους.
Μέσα
σε αυτό το κλίμα, δημοσιεύθηκε πρόσφατα
στον διαδικτυακό τόπο Διαύγεια απόφαση
του ΥπΑΑΤ,
υπογεγραμμένη από τον Γενικό Γραμματέα,
Μόσχο Κορασίδη, σύμφωνα με την οποία
εγκρίθηκε πίστωση
6,5 εκατ. ευρώ
που αφορά αποζημιώσεις
πληγέντων κτηνοτρόφων από τον καταρροϊκό
πυρετό και την ευλογιά.
Όπως,
όμως, γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν το
υπουργείο εφαρμόσει την εν λόγω απόφαση,
δε θα
αποζημιωθεί σχεδόν κανένας
κτηνοτρόφος από την στιγμή που δεν
έγιναν πουθενά θανατώσεις παρά μόνο
καταγράφηκαν θάνατοι ζώων.
Και
πέρα από την οικονομική καταστροφή που
συνεπάγεται κάτι τέτοιο για τους
κτηνοτρόφους, οι οποίοι χάνουν το ζωικό
τους κεφάλαιο, αδυνατώντας να το
αποκαταστήσουν με ό,τι αυτό σημαίνει
για το μέλλον της ελληνικής κτηνοτροφίας,
προκύπτουν άλλα δύο μείζονα ζητήματα.
Πρώτον,
οι κτηνοτρόφοι θα αντιμετωπίσουν
πρόβλημα
στους επικείμενους ελέγχους
με τα ενώτια των ζώων που δεν έχουν
πιστοποιημένα θανατωθεί ή δεν έχει
διαπιστωθεί ο θάνατός τους.
Δεύτερον,
στις περιπτώσεις όπου δεν γίνονται οι
θανατώσεις, παρατηρείται ανεξέλεγκτη
απόρριψη των νεκρών ζώων στην ύπαιθρο,
χωρίς να γίνεται υγειονομική ταφή ή να
καίγονται σε πιστοποιημένους κλίβανους.
Το γεγονός αυτό ενέχει σοβαρούς
κινδύνους για το περιβάλλον, αλλά και
για την υγεία των ανθρώπων.
Σε
αυτό το πλαίσιο καλούμε όλες τις
συλλογικότητες των κτηνοτρόφων, αλλά
και μεμονωμένα τους ίδιους τους
κτηνοτρόφους να
μεριμνήσουν για την συνεργασία με τις
υπηρεσίες της περιφέρειας,
έτσι ώστε να ανοίξει ο δρόμος διεκδίκησης
αποζημιώσεων των παραγωγών για τις
βλάβες που θα υποστούν, αλλά να
αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά και
όλα τα υπόλοιπα προβλήματα που
επισημάνθηκαν.
Η
πολιτεία, δυστυχώς, για άλλη μία φορά
αποδείχθηκε κατώτερη των περιστάσεων.
Το μέλλον της ελληνικής κτηνοτροφίας
μας αφορά όλους και όλες και πρέπει να
το πάρουμε στα χέρια μας!»