Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Ομιλία του προέδρου της ΔΗΜ.ΑΡ , Φώτη Κουβέλη στην παρουσίαση του βιβλίου της Μαριλένα Κοππά.



Με χαρά μετέχω στην παρουσίαση του βιβλίου της Μαριλένας Κοππά- υποψήφιας ευρωβουλευτού με το ευρωψηφοδέλτιο της «Δημοκρατικής Αριστεράς- Προοδευτικής Συνεργασίας». Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι νέα πολιτικά πρόσωπα, όπως η Μαριλένα Κοππά, συμβάλλουν δυναμικά στην ανάπτυξη ενός δημοσίου διαλόγου για τα σημαντικά των καιρών, που τόσο έχουμε ανάγκη.


Το ίδιο το θέμα του βιβλίου της, άλλωστε, η φυσιογνωμία και το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας, αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα στην πολιτική συγκυρία που διανύουμε.
Η υποχώρηση της κοινωνικής Ευρώπης, εξέλιξη που εισπράττουμε με δραματικό τρόπο οι Έλληνες τα τελευταία τέσσερα χρόνια, δεν είναι άσχετη – το αντίθετο, μάλιστα, θα σημείωνα – με την κρίση στρατηγικής που μαστίζει την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική οικογένεια.
Όπως γράφει και η ίδια η Μαριλένα Κοππά  στο βιβλίο της – και  το προσυπογράφω – «η σοσιαλδημοκρατία βρέθηκε να παραπαίει απέναντι στην κρίση από τις αρχές του 1990 και να πορεύεται χωρίς πυξίδα και συχνά χωρίς έρμα… Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στη Μ. Βρετανία, αλλά και στη Γερμανία, αφέθηκαν στη γοητεία του νεοφιλελευθερισμού, πετυχαίνοντας πρόσκαιρες νίκες, αλλά σημειώνοντας ταυτόχρονα συνολική στρατηγική υποχώρηση».
Το αποτέλεσμα υπήρξε εξαιρετικά επώδυνο.  Ειδικά μάλιστα για τον ευρωπαϊκό νότο η φτωχοποίηση ευρύτατων μερίδων του πληθυσμού και  η έκρηξη της ανεργίας σε επίπεδα αβάσταχτα για την κοινωνική συνοχή , δημιούργησαν έναν πραγματικό κοινωνικό εφιάλτη για εκατομμύρια ανθρώπους και ειδικά για τη νέα γενιά.
΄Ετσι, η σοσιαλδημοκρατία για τις κοινωνίες των ημερών μας έγινε συνώνυμη της συντήρησης, συγγενής συντηρητικών ρευμάτων, που αποθεώνουν τους αυτοματισμούς της αγοράς και αποδέχονται τον κοινωνικό εκτοπισμό των ασθενέστερων και των αδύναμων.
Η Μαριλένα Κοππά  στο βιβλίο της στέκεται με προσοχή απέναντι σ’ αυτή τη μετάλλαξη και παρακολουθεί την πορεία των εξελίξεων που ενώ εμφανίσθηκαν ως μεταρρυθμίσεις ήταν τυπικές απορρυθμίσεις. Θεωρεί, μάλιστα, ότι η επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας στην κοίτη της, δηλαδή στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, του κοινωνικού κράτους και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνιστά όρο για ένα αύριο καλύτερο, που θα αξίζει στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
Δεν είναι εύκολο… Οι επιφυλάξεις είναι δεδομένες, η καχυποψία δικαιολογημένη…
Η συζήτηση για τη σοσιαλδημοκρατία, άλλωστε, δεν μπορεί να είναι απλά μία θεωρητική αφήγηση. Η πατρίδα μας βιώνει εδώ και τέσσερα χρόνια τις ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές που διαλύουν την κοινωνική συνοχή και ενισχύουν τις ανισότητες και τους κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Η ΔΗΜΑΡ,  δεν ψήφισε κανένα μνημόνιο. Άσκησε υπεύθυνη κριτική εξ΄αρχής στον «τρόπο» και την «συνταγή» αντιμετώπισης της κρίσης. Βοηθήσαμε να αποφευχθεί η έξοδος της χώρας από το ευρώ, με την υπεύθυνη στάση μας, τις θέσεις μας και τις προτάσεις μας.
Από την άλλη μεριά, είναι λυπηρό που την κρίσιμη ώρα, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης σιώπησαν και επέλεξαν να διευκολύνουν το τιμωρητικό γερμανικό σχέδιο για την Ελλάδα.
Μπορεί να μιλούσαν για ευρωομόλογα ή να αμφισβητούσαν το δόγμα της λιτότητας, αλλά στην πράξη συναίνεσαν σε επιλογές που πλήγωσαν την Ελλάδα, που τραυμάτισαν ολόκληρο τον ευρωπαϊκό νότο.
Το μνημόνιο, άλλωστε, δεν ήταν ένα άθροισμα οικονομικών οδηγιών, ένας ουδέτερος  οδικός χάρτης για την έξοδο από την κρίση. Ήταν ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο μετάβασης σε άλλο περιβάλλον, στηριγμένο σε νεοφιλελεύθερες εμμονές για τα εργασιακά δικαιώματα και τη διάρθρωση του κράτους, τα αποτελέσματα των οποίων εισπράττουμε όλοι ακόμα με επώδυνο τρόπο.
Είναι προφανές, πως χρειαζόμαστε ένα άλλο σχέδιο. Πως χρειαζόμαστε μια άλλη Ευρώπη. Μόνο που για να πάρει αυτός ο στόχος σάρκα και οστά, για να ξαναζωντανέψει η ευρωπαϊκή ιδέα, χρειάζεται να ζωντανέψει και το πλατύ ρεύμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού, που θα ξαναβάλει στο παιχνίδι τις ξεχασμένες αξίες και τις παραμελημένες αρχές.
Αυτό επιχειρούμε κι εμείς ως «Δημοκρατική Αριστερά – Προοδευτική Συνεργασία» να κάνουμε στην Ελλάδα. Και το επιχειρούμε σε μία πολιτική περίοδο όπου οι  πολίτες πιέζονται να αποδεχθούν απόψεις που ισοπεδώνουν τις αντιθέσεις και εμφανίζουν τις ιδεολογικές διαφορές ως περιττές λεπτομέρειες.
Οι κομιστές του υποτιθέμενου «καινούργιου» επιμένουν πως δεν υπάρχουν δεξιές και αριστερές λύσεις, παρά μόνο λύσεις. Με καθυστέρηση δεκαετίας, ξαναζεσταίνουν τον καθόλου νέο «τρίτο δρόμο» του Μπλερ, που όπως σημειώνει η Μαριλένα Κοππά στο βιβλίο της, αποδόμησε την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, και επιχειρούν να τον μεταφυτεύσουν στην Ελλάδα.

Κι όμως. Οι λύσεις δεν είναι ποτέ άχρωμες ή ουδέτερες. Έχουν πρόσημο συγκεκριμένο. Είναι συντηρητικές ή προοδευτικές, υπό την έννοια ότι μετακινούν τα πράγματα και επηρεάζουν τις εξελίξεις είτε προς όφελος των ολίγων ισχυρών είτε προς όφελος των πολλών, των ασθενέστερων, των αδύναμων.
Η Κεντροαριστερά ως πόλος συσπείρωσης και έκφρασης των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού της σοσιαλδημοκρατίας , της πολιτικής οικολογίας των προοδευτικών πολιτών , ή θα είναι προοδευτικός ή δεν θα υπάρξει . Δεν θα υπάρξει ούτε ως κεντροαριστερά γενικών καθηκόντων , ούτε ως συμπλήρωμα συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών . 
Θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνω ότι, ως αναγνώστης του βιβλίου, βρέθηκα μπροστά σε ένα κείμενο με πολλά προτερήματα, ρέοντα λόγο, καθαρότητα επιχειρημάτων και διεισδυτικές προσεγγίσεις.
Και θα ήθελα να συγχαρώ τη Μαριλένα γι αυτό το νέο συγγραφικό της εγχείρημα και να την παροτρύνω να συνεχίσει, έχοντας τη βεβαιότητα ότι προσπάθειες όπως οι δικές της προσδίδουν ποιότητα στο δημόσιο διάλογο και στις δημοκρατικές και προοδευτικές διεκδικήσεις των ελλήνων πολιτών.