Χαιρετισμός της Υφυπουργού Πολιτισμού δρος Βασιλικής Κασσιανίδου στην τελετή παραλαβής αντικειμένων του ήρωα Μιχαλάκη Καραολή, στο Μουσείο Αγώνος
Αγαπητοί συγγενείς του ήρωα Μιχαλάκη Καραολή,
Κυρίες και κύριοι,
Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για το Μουσείο Αγώνος και για μένα προσωπικά η πραγματικά αξιέπαινη πρωτοβουλία της οικογένειας του ήρωα Μιχαλάκη Καραολή να παραδώσει προσωπικά αντικείμενά του, μέσα από τα οποία οι επισκέπτες του μουσείου και οι μελλοντικές γενεές μπορούν να γνωρίσουν τον άνθρωπο Μιχαλάκη Καραολή που έμελλε να γράψει με χρυσά γράμματα τη δική του πορεία στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ του έπους του 1955-‘59.
Γεννημένος στο Παλαιχώρι, ο Μιχαλάκης ήταν το τέταρτο παιδί του Σάββα και της Παναγιώτας Καραολή. Απόφοιτος της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας και μετέπειτα δημόσιος υπάλληλος, εντάχθηκε στις τάξεις της ΕΟΚΑ και στην ομάδα του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη πολύ πριν από την έναρξη του ένοπλου αγώνα την 1η Απριλίου του 1955.
Στις 28 Αυγούστου του 1955, μαζί με τον συναγωνιστή του Ανδρέα Παναγιώτου ανέλαβαν την εκτέλεση του αστυνομικού Ηρόδοτου Πουλλή, στενού συνεργάτη των Άγγλων. Οι αγγλικές Αρχές εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό για να τους συλλάβουν. Ο Παναγιώτου κατάφερε να τους διαφύγει, αλλά ο Καραολής εντοπίστηκε καθώς μετακινούνταν στην περιοχή Κερύνειας για να ενωθεί με την ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου και συνελήφθη. Προσήχθη στο δικαστήριο και καταδικάστηκε σε θάνατο στις 28 Οκτωβρίου 1955, παρόλο που η σφαίρα που σκότωσε τον Ελληνοκύπριο αστυνομικό προερχόταν από το όπλο του Παναγιώτου. Οι προσπάθειες για οργάνωση της δραπέτευσής του πριν από την εκτέλεσή του δεν τελεσφόρησαν, αλλά και οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν για να του απονεμηθεί χάρη απέβησαν μάταιες, παρά τη διεθνή κατακραυγή και κινητοποίηση που προκλήθηκε μετά τη θανατική καταδίκη του.
Οδηγήθηκε στην αγχόνη, μαζί με τον Ανδρέα Δημητρίου, πριν από ακριβώς 68 χρόνια, στις 10 Μαΐου του 1956, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Εκτελέστηκε πρώτος, με το κεφάλι ψηλά, λέγοντας: «Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε, αφού εγώ δεν βρίσκω λόγο για να με κλαίω, ούτε οι συγγενείς μου πρέπει να με κλαίνε».
Μόλις 23 ετών ο Μιχαλάκης Καραολής αποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα για άλλους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, για τόσους φιλήσυχους και απειροπόλεμους νέους και νέες, που ασπαζόμενοι τα ιδανικά της πατρίδας, μετατράπηκαν σε ακατάλυτα σύμβολα πολεμικής ανδρείας. Με τον αγώνα και τις θυσίες τους επέκτειναν τα όρια της εθνικής μας αξιοπρέπειας και καταγράφηκαν ως μάρτυρες στο πάνθεον των ηρώων μαχητών της κυπριακής ελευθερίας. Γι’ αυτό και η ευγνωμοσύνη μας απέναντί τους θα είναι παντοτινή. Γιατί ανταποκρίθηκαν πρόθυμα και συνειδητά στο κάλεσμα της πατρίδας. Πέρα και πάνω από όλα, θα συνεχίσουμε να τους τιμούμε γιατί επαναβεβαίωσαν ότι ο αγώνας για ελευθερία υπήρξε ανέκαθεν, δεν ήταν εύκολος και απαιτούσε μεγάλες θυσίες.
Χαρακτηριστικό του αγωνιστικού αυτού πάθους που διακατείχε και τον Μιχαλάκη Καραολή τα λόγια του σε ένα γράμμα προς τους φίλους του όπου αναφέρει: «Τα Ελληνόπουλα δεν ξέρουν μόνο πώς πρέπει να ζουν. Ξέρουν και πώς να πεθαίνουν. Kαι πώς την πατρίδα να τιμούν».
Η απόδοση τιμής σε ήρωες των αγώνων του λαού μας δεν είναι μια τυπική εκπλήρωση χρέους, ούτε μια πράξη υπόμνησης της μαρτυρικής αγωνιστικής πορείας ενός λαού που, δυστυχώς, συνεχίζει ακόμη τον αγώνα για τη φυσική και εθνική του επιβίωση. Η απόδοση τιμής είναι μια διαρκής πράξη που πέρα από την ένδειξη της ευγνωμοσύνης του λαού μας, χρησιμεύει στην άντληση διδαγμάτων για τη συνέχιση και καταξίωση ενός αγώνα που δεν έχει ακόμα δικαιωθεί, εδώ και 50 σχεδόν χρόνια.
Θα ήθελα, λοιπόν, να ευχαριστήσω εκ μέρους της Πολιτείας τον αδελφότεκνο του ήρωα, που φέρει το τιμημένο όνομά του, κ. Μιχάλη Καραολή, για την απόφασή του να παραχωρήσει στο Μουσείο Αγώνος το προσωπικό ραδιόφωνο και το μουσικό όργανο του ήρωα Μιχαλάκη Καραολή, μεταφέροντας στίχους που έγραψε για τον ήρωά μας η Κλαίρη Αγγελίδου, ως ελάχιστο φόρο τιμής για το μεγαλείο της θυσίας του:
«Κάθε φορά που μνημονεύω
«Μιχαήλ Καραολής»,
νιώθω να φτερουγίζουν περιστέρια
στον μουντό ουρανό της Κύπρου.
Σκεπάζουν του Μαγιού τα ρόδα
τ’ αχνό χαμόγελο του νιού
που βάδισε
κρατώντας δάδα δικαιοσύνης.
Ο Χάροντας έσκυψε το κεφάλι
να διαβεί το παλληκάρι
πού ‘χε τον ήλιο στα μαλλιά,
τα μάτια αστραφτερά
και το τραγούδι της πατρίδας
στην καρδιά.
Ένας λαός κι η μάνα του
έκλαψαν περήφανοι
για το λεβεντονιό.
Όμως,
μια βασίλισσα έχασε το θρόνο της τιμής.»
Αιώνια παρακαταθήκη ο αγώνας και η θυσία του Μιχαλάκη Καραολή, που θα παραμείνει αναλλοίωτη στο χρόνο και στις ψυχές μας.