Εισήγηση
Δημήτρη Στρατούλη
Βουλευτή
Β Αθήνας και υπευθύνου της ΕΕΚΕ Εργασίας
Στη
συνέντευξη τύπου
για
την
Πρόταση Νόμου του
ΣΥΡΙΖΑ
«για
την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού
και του δικαίου της συλλογικής
διαπραγμάτευσης και των συλλογικών
συμβάσεων εργασίας».
Θα
ήθελα να ξεκινήσω με δύο πολιτικές
επισημάνσεις:
Πρώτον,
την εμπιστοσύνη σε μια κυβέρνηση δεν
μπορούν να τη δώσουν εκβιαζόμενοι
βουλευτές,
αλλά μόνο ο λαός. Η κυβέρνηση
αυτή, όμως, φοβάται
τη λαϊκή ετυμηγορία και τον
λαό, παρότι
τελικά δεν θα μπορέσει να την αποφύγει.
Η μεθόδευση της ψήφου εμπιστοσύνης
αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση
βρίσκεται σε επιταχυνόμενη
κατάρρευση
και πολιτικό αδιέξοδο. Αποτελεί μια
απεγνωσμένη και αναποτελεσματική
αμυντική κίνηση
της κυβέρνησης για να
κερδίσει κάποιο ελάχιστο πολιτικό
χρόνο, που,
όμως, δεν θα αποτρέψει την εκλογική και
πολιτική συντριβή της, η οποία θα γίνει
γρήγορα πραγματικότητα με τους αγώνες
και την ψήφο του λαού μας.
Δεύτερον,
επιλέγουμε
συμβολικά, για να καταθέσουμε την
συγκεκριμένη πρόταση νόμου, την σημερινή
ημέρα, που η κυβέρνηση
συζητά με την τρόικα την ακόμα μεγαλύτερη
κατεδάφιση της εργατικής νομοθεσίας
(απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων,
περιορισμός δικαιώματος απεργίας,
εργοδοτική ανταπεργία, νέες μειώσεις
συντάξεων κλπ). Με αυτή υλοποιούμε
τον τρίτο πυλώνα των προγραμματικών
δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ,
για την ανάκτηση της εργασίας, που
παρουσίασε ο πρόεδρός του Αλέξης
Τσίπρας στην ΔΕΘ,.
Υπενθυμίζουμε
ότι ήδη έχουμε καταθέσει
προτάσεις νόμου
του ΣΥΡΙΖΑ στην Βουλή για την επαναφορά
του δικαίου των απολύσεων
στον ιδιωτικό τομέα στην πριν τα μνημόνια
κατάσταση, για την κατάργηση
της προσυνταξιοδοτικής εφεδρείας και
των διαθεσιμότητων,
που οδηγούν σε απολύσεις στο δημόσιο,
καθώς και της δυνατότητας των κυβερνήσεων
για πολιτική επιστράτευση
απεργών.
Με
την παρούσα πρόταση νόμου προτείνουμε
την κατάργηση των
μνημονιακών αντεργατικών και
αντιδημοκρατικών νομοθετικών ρυθμίσεων
του 2010-2014, που - κατά
παράβαση του Συντάγματος και της διεθνούς
εργατικής νομοθεσίας
- επέφεραν βαρύτατα
πλήγματα και αφάνισαν σχεδόν ολοκληρωτικά
το συλλογικό εργατικό δίκαιο,
δηλαδή τις ελεύθερες συλλογικές
διαπραγματεύσεις και τις συλλογικές
συμβάσεις εργασίας,
το οποίο ίσχυε στη χώρα μας για 75 έτη.
Προτείνουμε
την επαναφορά
του κατώτατου μισθού στα προ των μνημονίων
επίπεδα,
δηλαδή στα 751
ευρώ
μικτά μηνιαία ανεξαρτήτως ηλικίας, από
586 ευρώ μικτά μηνιαία και 511 ευρώ μικτά
μηνιαία για τους κάτω των 25 ετών που
είχε μειωθεί, την επαναφορά των τριετιών
και των άλλων καταργημένων επιδομάτων
και τον επανακαθορισμό
του με Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση
Εργασίας,
που θα συνάπτεται μεταξύ της ΓΣΕΕ και
των εργοδοτικών φορέων.
Επίσης
προτείνουμε την αποκατάσταση
του
θεσμού
των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων
και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας
με
την επαναφορά των αρχών της επεκτασιμότητας
και της ευνοϊκότερης ρύθμισης, της
μετενέργειας καθώς
και του ρόλου και
των αρμοδιοτήτων του ΟΜΕΔ. Έτσι
θα μπει
«φρένο» στις μειώσεις μισθών
και θα δοθεί η δυνατότητα στο εργατικό
συνδικαλιστικό κίνημα
με τους αγώνες του και με τις σσε ως
εργαλείο να διεκδικήσει όσα
έχασαν οι εργαζόμενοι
στα χρόνια του μνημονίου.
Η
αποκατάσταση
του κατώτατου μισθού και του δικαίου
των συλλογικών συμβάσεων,
κατ’ αρχήν στην προ μνημονίων
κατάσταση, αποκαθιστά
την
δημοκρατική και συνταγματική νομιμότητα
στις
εργασιακές σχέσεις, συμβάλλει στην
αναβίωση
της δημοκρατίας στους χώρους εργασίας,
προωθεί την κοινωνική
δικαιοσύνη
ενισχύοντας τις δυνάμεις της εργασίας,
συμβάλλει στην αύξηση
της
παραγωγικότητας,
ενισχύει την αγοραστική δύναμη των
εισοδημάτων των λαϊκών νοικοκυριών και
με αυτό τον τρόπο
συμβάλλει
στην αντιμετώπιση της ανεργίας, στην
οικονομική και κοινωνική αναγέννηση
και ανάπτυξη
της
χώρας,
που με την σειρά της θα κατοχυρώσει
ακόμα περισσότερο ένα νέο
εργασιακό
πρότυπο
αναβαθμισμένων,
σύγχρονων, δίκαιων και δημοκρατικών
εργατικών δικαιωμάτων και εργασιακών
σχέσεων.
Η
παρούσα πρόταση νόμου,
εάν ψηφιστεί, θα
αποτελεί
μια μεγάλη
δημοκρατική τομή.
Ωστόσο, τα περιθώρια βελτίωσης του
πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων
δεν οριοθετούνται μόνο στην επαναφορά
όσων ίσχυαν το 2009. Με
νέα νομοθετική πρωτοβουλία στο
αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα
προτείνουμε την αναβάθμιση
του θεσμού των
συλλογικών συμβάσεων εργασίας
και τη διεύρυνση
του πεδίου εφαρμογής τους,
ώστε να επιτυγχάνεται:
α)
Ο μέγιστος
αριθμός δέσμευσης-κάλυψης επιχειρήσεων
και εργαζομένων
σε εθνικό, κλαδικό και επιχειρησιακό
επίπεδο, για τη διασφάλιση ομοιογένειας
των εργασιακών σχέσεων.
β)
Η διεύρυνση
του περιεχομένου των συλλογικών συμβάσεων
εργασίας
στα θεσμικής και μισθολογικής φύσης
ζητήματα και στις ρήτρες προσαρμογής
στις ιδιαιτερότητες επαγγελμάτων,
επιχειρήσεων ή γεωγραφικών περιοχών.
γ)
Η εφαρμογή
του θεσμικού πλαισίου των σσε
και στους ομίλους
επιχειρήσεων.
δ)
Η βελτίωση
του πλαισίου συλλογικής διαπραγμάτευσης
και στη
δημόσια διοίκηση.
Επίσης,
θα προτείνουμε τη θέσπιση θεσμών
ενισχυμένης λαϊκής και εργατικής
συμμετοχής, άμεσης δημοκρατίας και
ουσιαστικού εργατικού και κοινωνικού
ελέγχου
σε όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων για
ζητήματα οικονομικής, κοινωνικής και
εργατικής πολιτικής.
Στόχος
μας είναι η
επαναρύθμιση των εργασιακών σχέσεων,
που έχουν πλήρως απορυθμιστεί από τα
μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους
τους, η
αποκατάσταση της εργατικής νομοθεσίας
και η οικοδόμηση ενός νέου
εργασιακού προτύπου πλήρους, ποιοτικής,
αξιοπρεπώς αμειβόμενης, ασφαλισμένης,
σταθερής εργασίας.
Αυτήν
η πρόταση-νόμου, εφόσον δεν ψηφιστεί
από την παρούσα Βουλή, θα είναι ένα από
τα πρώτα νομοσχέδια της κυβέρνησης
ΣΥΡΙΖΑ και αυτό αποτελεί ανυποχώρητη
δέσμευσή μας.
Επίσης,
την παρούσα πρόταση-νόμου δεν την
καταθέτουμε μόνο στην Βουλή αλλά και
στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα που
μπορεί και πρέπει να την επιβάλει, εάν
την κάνει αιχμή των διεκδικήσεών του.