ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΥ
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΕΚΠΡΟΣΏΠΟΥ ΠΑΣΟΚ
ΣΤΟ ΣΧΈΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΊΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΆΤΩΝ «ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΥ
ΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Προφανώς, ένα νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας προσφέρεται για μία ευρύτερη συζήτηση, μια και όλοι αναγνωρίζουμε τον κρίσιμο ρόλο της παιδείας όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη μόρφωση των παιδιών μας, αλλά κυρίως την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων, της κρίσης που διαπερνά τη χώρα μας και της παραγωγικής της ανασυγκρότησης.
Βεβαίως, μπορεί να παρασυρθούμε σε μία γενικότερη συζήτηση, ενώ έχουμε ένα νομοσχέδιο που έχει συγκεκριμένες στοχεύσεις και βεβαίως, είμαστε σε μία περίοδο που δοκιμάζεται η παιδεία, το εκπαιδευτικό σύστημα από την έλλειψη πόρων, από μία κρίση αμφισβήτησης αρχών και αξιών που διαπερνά οριζόντια και κάθετα την κοινωνία μας και βεβαίως, από πολύ μεγάλες αντιφάσεις. Τις επεσήμανα πέρυσι, όταν ήμουν Εισηγητής στο νομοσχέδιο του κ. Αρβανιτόπουλου, ότι την περίοδο που αυξάναμε κατακόρυφα τις δαπάνες -έτσι λέγαμε εμείς τότε οι σοσιαλιστές, ότι πάμε να πιάσουμε τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- για την παιδεία, εντούτοις δεν ήρθε κανένας να μας πει ότι αυξήθηκε και η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Πολύ δε αργότερα διαπιστώσαμε ότι αυτά τα χρήματα πήγαιναν στις τσέπες διάφορων επιτήδειων και ταυτόχρονα αυξανόταν η ιδιωτική δαπάνη για την παιδεία. Είναι μία μεγάλη αντίφαση, όπως είναι μία μεγάλη αντίφαση το γεγονός ότι η χώρα μας σήμερα σε αυτή την περίοδο εξάγει τα καλύτερα μυαλά και εισάγει εργατικά χέρια.
Σε αυτό το κλίμα των αντιφάσεων και των προβλημάτων, βεβαίως, μπορούμε να κάνουμε μία ευρύτερη συζήτηση. Εγώ, όμως, πιστεύω και θέλω να μείνουμε στο εξής. Ο Υπουργός δεν μας έφερε ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο και δεν άνοιξε αυτή τη συζήτηση αλλά μας έφερε ένα νομοσχέδιο που έχει δύο στόχους. Ο ένας στόχος είναι να εκπέμψει ένα μήνυμα, το μήνυμα της συνεννόησης. Εντάξει, εγώ δεν τρέφω πολύ μεγάλες ελπίδες ότι αυτές οι συνευρέσεις των πρώην Υπουργών θα μας λύσουν τα ανοιχτά ζητήματα, όμως το μήνυμα της συνεννόησης και της διαχρονικής σχέσης των ανθρώπων που ασκούν εξουσία με το αντικείμενο με το οποίο ασχολήθηκαν πρέπει να το στείλουμε.
Διότι, αγαπητοί συνάδελφοι, παρατηρώ το εξής. Έπιασα τα εξήντα και παρακολουθώ από μικρός τα δρώμενα. Βλέπω, λοιπόν, ότι άνθρωποι οι οποίοι θήτευσαν, τους τίμησαν οι κυβερνήσεις, ο λαός, τα κοινοβούλια, έκαναν μεγάλες αλλαγές, τις προπαγάνδισαν ως ότι θα έλυναν μια και έξω τα προβλήματα, όταν έρχεται η κρίσιμη ώρα τηρούν σιγήν ιχθύος, ως να μην έχουν καμμία ευθύνη, ως να μη διαχειρίστηκαν καμμία εξουσία, ως να μην προκάλεσαν κοινωνικές συγκρούσεις που αποπροσανατόλισαν τον κόσμο από τα πραγματικά προβλήματα.
Είναι, λοιπόν, μία πρωτοβουλία να τους βάλει στο τραπέζι όσους αισθάνονται την ανάγκη να έχουν συμμετοχή στα δρώμενα, ανεξάρτητα που τώρα είναι απόμαχοι της πολιτικής και έχουν την ποιητική άδεια να λένε ό, τι θέλουν.
Ταυτόχρονα, είναι ανάγκη να επισημάνουμε με βάση αυτήν την πρωτοβουλία του Υπουργού ότι πριν απ’ αυτό υπάρχει ανάγκη να διασφαλίσουμε τη συνέχεια της διοίκησης στα Υπουργεία, διότι καλή είναι η συνεννόηση των πολιτικών, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι οι κυβερνήσεις έχουν μία τάση να ανατρέπουν κάθε φορά τη διοικητική δομή, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συνέχεια στη διοίκηση. Αυτό το πρόβλημα τα άλλα κράτη το έχουν λύσει είτε με πάγιες διατάξεις που διέπουν την αξιοκρατία, είτε με πολιτικό τρόπο, δηλαδή με τους μόνιμους υφυπουργούς.
Θα ήθελα να κάνω μία ακόμα παρατήρηση. Αν τα κάναμε όλα αυτά, πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τη μεγαλύτερη παθογένεια, όπως τη ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή τις συνεχείς αλλαγές που προέρχονται μέσα από τα ίδια τα κόμματα και τους Υπουργούς των ίδιων κομμάτων, οι οποίες τελικά δημιουργούν τεράστια αναστάτωση στην παιδεία με θύματα τους μαθητές, την ίδια την ποιότητα της εκπαίδευσης και τελικό ωφελούμενο μόνο την παραπαιδεία, δηλαδή τους επιτήδειους του συστήματος.
Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις, ναι μεν μπορεί να αποδώσει αυτή η πρωτοβουλία, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι χρήσιμη γιατί στέλνει ένα μήνυμα. Δεν βλέπω, δηλαδή, γιατί κάποιοι επιχειρούν να τη στιγματίσουν θεωρώντας ότι υπηρετεί σκοπιμότητες. Θέλω να θυμίσω ότι πέρα από τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν τον τόπο –ο κύριος Υπουργός θα το θυμηθεί πολύ καλά- είχαμε και οικουμενικές και τρικομματικές κυβερνήσεις.
Εν πάση περιπτώσει, κανένας σ’ αυτόν τον τόπο δεν είναι από παρθενογένεση και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει τη συμβολή του στο πώς διαμορφώθηκαν τα ζητήματα στην κατώτερη, στη μέση και ιδίως στην ανώτερη εκπαίδευση, εκεί που κυριάρχησε ο κομματισμός των φοιτητικών παρατάξεων και η συναλλαγή της ακαδημαϊκής κοινότητας με τα κόμματα και διάφορους παράγοντες.
Το Υπουργείο –και δεν το προσωποποιώ στην ηγεσία, κύριε Υπουργέ- επιχειρεί να αντιμετωπίσει μία σειρά από ζητήματα, τα οποία έχουν έναν επείγοντα χαρακτήρα και τα οποία είτε προέρχονται από αδυναμίες και καθυστερήσεις, είτε είναι παράπλευρες απώλειες μίας μεταρρυθμιστικής ένδειας που έδειξε η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας το προηγούμενο διάστημα.
Εξηγούμαι, για να μην παρεξηγηθώ. Έχουμε την αντιμετώπιση αδικιών και την παροχή κινήτρων. Για παράδειγμα, όσον αφορά κάποιον που πηγαίνει σε μία παραμεθόρια περιοχή, αντί να βάλει χίλιους δώδεκα για να πάρει απόσπαση και να έρθει στην Αθήνα, καλό είναι να του δώσουμε το κίνητρο του διπλασιασμού των μορίων, για να ξέρει ότι κάποια στιγμή θα λύσει το πρόβλημά του και θα έρθει η σειρά κάποιου άλλου να πάει στην παραμεθόρια περιοχή. Πολύ δε περισσότερο σήμερα, με τις πενιχρές αποδοχές που δεν του επιτρέπουν ούτε καν να καλύψει τα έξοδα της διαβίωσης. Επομένως, σωστά το κάνουμε.
Πολύ σωστά, επίσης, ανοίγουμε τους πίνακες και αναγνωρίζουμε την προϋπηρεσία, όχι μόνο για να καλύψουμε μία αναγκαιότητα, αλλά και για να δώσουμε λύση στο πρόβλημα της κάλυψης των κενών. Βεβαίως, εδώ πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι ότι αυτό δεν μπορεί να γίνεται μ’ αυτή τη διαδικασία της αναδρομής κάθε φορά στο παρελθόν, αλλά με μία θεσμικά κατοχυρωμένη διαδικασία, όπως είναι αυτή των διαγωνισμών του ΑΣΕΠ που αποτελεί και μία κατάκτηση για τη χώρα μας.
Εν πάση περιπτώσει, πιστεύω ότι με μία σοβαρή και τεκμηριωμένη διαπραγμάτευση μπορεί η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να επιτύχει την απελευθέρωση ορισμένων προσλήψεων που τις έχει ανάγκη η παιδεία μας.
Επίσης, κάνει ρυθμίσεις για να δώσει συνέχεια στη λύση που είχαμε δώσει για τα μουσουλμανικά σχολεία. Αναφέρθηκε σ’ αυτό ειδικά ο Εισηγητής μας, ο κ. Σαλτούρος, όπως και σε όλα τα θέματα. Δεν χρειάζεται, επομένως, να μακρηγορήσω.
Επίσης, κάνει μία προσπάθεια να καλύψει τις παράπλευρες απώλειες, όπως είπα, μίας αντιφατικής μεταρρυθμιστικής λογικής φτώχειας ή ένδειας –όπως θέλετε πείτε τη- γιατί είχαμε πει ότι πρώτα σχεδιάζεις τι θέλεις να κάνεις στην επαγγελματική εκπαίδευση, τι ειδικότητες θέλεις να βγάλεις, από ποια σχολεία θέλεις να τις βγάλεις και σε ποιο επίπεδο και μετά καταργείς τις ειδικότητες. Εδώ γίνεται το αντίθετο.
Είχαμε πει, λοιπόν, τότε στον κ. Αρβανιτόπουλο –και είχαμε πάρει τη δέσμευσή του- αυτοί που μένουν έξω με τη κατάργηση των ειδικοτήτων, να απορροφηθούν μέσω της διαθεσιμότητας, να πάνε στα ΕΠΑΛ, στα ΕΠΑΣ, για να είναι χρήσιμοι.
Σήμερα παρακολουθούμε ότι αυτά τα ζητήματα είναι άλυτα. Το Υπουργείο δεν πρέπει μόνο να επιχειρεί μ’ αυτόν τον τρόπο να καλύψει τα κενά –που καλά κάνει- αλλά πρέπει να λύσει σε συνεννόηση και με το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και τα υπόλοιπα προβλήματα που υπάρχουν ως απόνερα αυτής της αντιφατικής και καταναγκαστικού χαρακτήρα διαχειριστικής λογικής που υπήρξε στο Υπουργείο.
Τώρα, να τοποθετηθώ και σε δύο, τρία άλλα θέματα. Έχει διατάξεις που αφορούν τον ΕΟΠΠΕΠ. Καλώς έρχονται αυτές οι διατάξεις για τα επαγγελματικά δικαιώματα, τις διαδικασίες, τις προσαρμογές κ.τ.λ..
Κύριε Υπουργέ και κύριε Υφυπουργέ, ακούω τεράστια παράπονα από ανθρώπους οι οποίοι περιμένουν πάρα πολύ καιρό να πάνε στον ΕΟΠΠΕΠ να δώσουν εξετάσεις για να πάρουν την πιστοποίηση. Πώς θα βγουν στην αγορά εργασίας; Υπάρχει τεράστια ανεργία. Τα ξέρετε αυτά. Υπάρχουν επαγγέλματα που απαιτούν ορισμένους τίτλους. Μου λένε διάφορα. «Μεταξύ λεχώνας και μαμής έχουμε χάσει το παιδί» Δεν πρέπει αυτό να προβληματίσει το Υπουργείο, δηλαδή με ποιον τρόπο αυτοί που έχουν κάνει τα χαρτιά τους, που περιμένουν να συγκροτηθούν οι επιτροπές των εξετάσεων, θα πάρουν τους τίτλους; Το ξέρετε σήμερα ότι χωρίς τον τίτλο δεν μπορείς να κάνεις καμία δουλειά, ούτε σχολή οδηγών να ανοίξεις ούτε τίποτα. Άρα, ένα θέμα είναι αυτό.
Καλά κάνετε και διορθώνετε την αδικία του προηγούμενου νομοσχεδίου που δεν επέτρεπε σε ορισμένες σχολές να πάνε φοιτητές που είχαν αναπηρίες. Το είχαμε στιγματίσει και τότε και ορθώς το διορθώνετε. Και ορθώς φέρνετε και τη διάταξη για να δώσουμε τη δυνατότητα σε άτομα με ειδικές ανάγκες να μπουν στη λίστα της αναπλήρωσης. Έχω την αίσθηση όμως ότι πρέπει να προσέξουμε τον τρόπο που θα υλοποιηθεί αυτή η διάταξη, ώστε να μη δημιουργήσει αντικίνητρα και τους παραπέμψει στις γενικές λίστες.
Θα τελειώσω, λέγοντας ότι μία μεγάλη συζήτηση που υπήρξε όλο το προηγούμενο διάστημα, τότε που ψηφίσαμε τη διάταξη για να λήξει 31 Αυγούστου η εκκαθάριση των σχολών από τους «λιμνάζοντες», τους «αιώνιους», τους μακροχρόνιες φοιτητές, ανακυκλώθηκε μέσα από το πέρασμα του χρόνου και την deadline που ήταν μέχρι προ λίγων ημερών. Μάλιστα, κατατέθηκαν τροπολογίες από την πλευρά των συναδέλφων του ΣΥΡΙΖΑ. Κι έρχεται σήμερα το Υπουργείο με μία ρύθμιση -την οποία θεωρώ σωστή- να απαντήσει, δίνοντας ακόμα μία ευκαιρία.
Όμως, πρέπει να συνεννοηθούμε ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές. Είμαστε και σε μία κοινωνία που υπάρχει πλουραλισμός μέσων ενημέρωσης, απόψεων, επικοινωνίας. Άρα, κάποιος μετά τις επανειλημμένες ευκαιρίες που του δίνονται -εκτός και αν υπάρχουν λόγοι ανωτέρας βίας, οι οποίοι μπορεί να τεκμηριωθούν και να τους κρίνει το αρμόδιο όργανο στο πανεπιστήμιο- δεν υπάρχει κανένας λόγος να μας ταλαιπωρεί και να ταλαιπωρεί την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Με αυτά λοιπόν, αγαπητοί συνάδελφοι, θέλω να σας πω την υποστήριξή μας σε ένα νομοσχέδιο που έχει στις διατάξεις του μεγάλη συναίνεση στις επιμέρους ρυθμίσεις, παρά το γεγονός ότι η πολιτική συγκυρία και η αντιπαραθέσεις, οι διαχωριστικές γραμμές των κομμάτων επιβάλλουν να γίνεται και μία συζήτηση θεωρητικού επιπέδου. Καλό είναι, δεν βλάπτει, αλλά να συνεννοούμαστε στο τι πρέπει να κάνουμε και να το ψηφίζουμε όταν χρειάζεται.
Ευχαριστώ.