Χαιρετισμός της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Αννίτας Δημητρίου στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου με τίτλο «ΚΥΠΡΟΣ 1974, Φωνές αιχμαλωσίας»
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι,
Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,
Πέρασαν πενήντα ολόκληρα χρόνια από το μαύρο καλοκαίρι του 1974, αλλά οι μνήμες παραμένουν ζωντανές. Αδυσώπητες. Χαραγμένες στο μυαλό όσων έζησαν το χάος, την αγωνία και την απόγνωση. Τις συνέπειες όσων συνέβησαν τότε, εξακολουθούμε να τις βιώνουμε μέχρι σήμερα.
Με ιδιαίτερη τιμή αποδέχθηκα την πρόσκληση του Συνδέσμου Αιχμαλώτων Πολέμου 1974 να θέσω υπό την αιγίδα μου τη σημερινή εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου του συνδέσμου με τίτλο «ΚΥΠΡΟΣ 1974, Φωνές αιχμαλωσίας», επιμέλειας δρος Χαράλαμπου Αλεξάνδρου.
Η εξαιρετική αυτή έκδοση αποτελεί ευκαιρία να εξετάσουμε εκ νέου τα γεγονότα του 1974, να αποτίσουμε τον ελάχιστο φόρο τιμής στους Ελληνοκύπριους αιχμαλώτους πολέμου που βρέθηκαν στη μέγγενη των γεγονότων. Να προβληματιστούμε για το παρελθόν και να πράξουμε - ως οφείλουμε - ακόμη περισσότερα για το αύριο.
Στη σκιά της ιστορίας βρίσκουμε τον απόηχο των φωνών τους, τον χτύπο της καρδιάς τους και τη δύναμη του ανυποχώρητου πνεύματός τους. Είναι οι ξεχασμένες ψυχές, οι σιωπηλοί ήρωες, των οποίων οι ιστορίες έχουν γραφτεί στο αιματοβαμμένο χώμα της πολύπαθης πατρίδας μας.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Ιουλίου, ξεκίνησε η τουρκική εισβολή, που προκάλεσε πόνο, οργή και που θα άφηνε ανεξίτηλα σημάδια στο νησί μας και τους ανθρώπους του. Πατέρες, αδέλφια και γιοι κλήθηκαν να υπερασπιστούν την πατρίδα, να σταθούν ως ασπίδα απέναντι στην επίθεση που απειλούσε να καταβροχθίσει ό,τι αγαπούσαν. Οι περισσότεροι εξ αυτών απροετοίμαστοι, σαφώς λιγότεροι από τον εισβολέα και ανεπαρκώς οπλισμένοι, όμως αυτά δεν τους εμπόδισαν από το να πολεμήσουν με θάρρος που ξεπερνούσε τα όρια της ανθρώπινης αντοχής.
Για πολλούς από αυτούς τους γενναίους άνδρες ο πόλεμος δεν τελείωσε στο πεδίο της μάχης. Αντίθετα, σηματοδότησε την αρχή ενός νέου εφιάλτη, που θα δοκίμαζε την αποφασιστικότητα και τις αντοχές τους. Αυτοί ήταν οι άντρες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι, απογυμνωμένοι από τα όπλα τους και την ελευθερία τους. Τους οδήγησαν μακριά από τα σπίτια τους, μακριά από την αγκαλιά των αγαπημένων τους προσώπων, στο άγνωστο, στη σκοτεινή, αβέβαιη μοίρα του αιχμαλώτου πολέμου.
Η τουρκική εισβολή είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη εκατοντάδων Ελληνοκυπρίων στρατιωτών και πολιτών. Αυτοί οι άνδρες ρίχτηκαν σε υπερπλήρη, άθλια κελιά φυλακών, όπου αντιμετώπισαν τη βαρβαρότητα, τον φόβο και την απομόνωση. Χτυπήθηκαν, βασανίστηκαν, ταπεινώθηκαν και υποβλήθηκαν σε μια σκληρότητα που προσπάθησε να βλάψει όχι μόνο τα σώματά τους, αλλά και το πνεύμα τους.
Ωστόσο, μπροστά σε αυτό το αδιανόητο μαρτύριο, κρατήθηκαν. Κρατήθηκαν στην πίστη τους, στις αναμνήσεις τους, στην ελπίδα ότι μια μέρα θα επέστρεφαν στην πατρίδα.
Η έκδοση που παρουσιάζεται απόψε περιέχει σαράντα επτά μαρτυρίες από σαράντα έξι αφηγητές, οι οποίοι εξιστορούν τα τραυματικά βιώματά τους ως αιχμάλωτοι πολέμου το 1974. Καθεμία από τις ιστορίες τους βοηθά στη σκιαγράφηση των τραγικών γεγονότων εκείνης της περιόδου, αλλά συνάμα είναι μια απόδειξη της αδιάσπαστης θέλησης της ανθρώπινης ψυχής.
Είναι ιστορίες πατεράδων που προσκολλήθηκαν στη σκέψη του γέλιου των παιδιών τους, νεαρών ανδρών που ονειρεύτηκαν την αγκαλιά μιας μητέρας, το φιλί της συζύγου, τη ζεστασιά ενός σπιτιού που άφησαν πίσω τους. Αναγκάστηκαν να υπομείνουν τις πιο σκληρές συνθήκες, να κοιμούνται σε κρύα τσιμεντένια πατώματα, να υπομένουν την πείνα, τις ασθένειες και τα βασανιστήρια των απαγωγέων τους. Αρνήθηκαν όμως να παραδώσουν το μόνο πράγμα που δεν μπορούσε να τους αφαιρεθεί, την αξιοπρέπειά τους. Στα βάθη αυτών των κελιών βρήκαν δύναμη ο ένας στον άλλον. Μοιράζονταν ιστορίες από τα χωριά τους, τραγουδούσαν κομμάτια για την πατρίδα τους και ψιθύριζαν προσευχές στο σκοτάδι. Έγιναν αδέλφια, δεμένοι όχι με το αίμα, αλλά με τον κοινό πόνο και την κοινή ελπίδα ότι μια μέρα ο εφιάλτης θα τελείωνε.
Στις 28 Οκτωβρίου 1974 αφέθηκαν ελεύθεροι και οι τελευταίοι αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά επέστρεψαν σε μια γη διαιρεμένη, ή σε σπίτια που δεν υπήρχαν πια, σε οικογένειες που είχαν διαλυθεί. Κουβαλούσαν μαζί τους το βάρος των εμπειριών τους, το τραύμα αυτών που είχαν υπομείνει. Δεν τα παράτησαν όμως. Ξαναέχτισαν τις ζωές τους, τις οικογένειές τους, τις κοινότητές τους. Πήραν τα σπασμένα κομμάτια του παρελθόντος τους και σφυρηλάτησαν ένα μέλλον από αυτά. Έγιναν πυλώνες της κοινωνίας μας, αυτοί που μας δίδαξαν το αληθινό νόημα της ανθεκτικότητας, του θάρρους, της ελπίδας.
Δυστυχώς για κάποιους αυτή η μέρα δεν ήρθε ποτέ. Υπάρχουν αυτοί που παραμένουν αγνοούμενοι μέχρι σήμερα, χαμένοι στην άβυσσο του χρόνου και της μνήμης. Στις οικογένειές τους δεν μένει τίποτα άλλο παρά μόνο ερωτήσεις, με τον ατελείωτο πόνο της άγνοιας, της αναζήτησης στα πρόσωπα των αγνώστων για μια ματιά ενός αγαπημένου προσώπου που χάθηκε στο χάος του πολέμου. Γι αυτό και οφείλουμε την διακρίβωση μέχρι και του τελευταίου αγνοουμένου μας.
Η ιστορία των Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων πολέμου δεν είναι απλώς μια ιστορία βασάνων, αλλά είναι και μια ιστορία θριάμβου του ανθρώπινου πνεύματος μπροστά στο αφάνταστο σκοτάδι. Αυτοί οι άνδρες δεν ήταν απλώς στρατιώτες, δεν ήταν μόνο αιχμάλωτοι ενός πολέμου. Ήταν γιοι, αδέρφια, πατέρες και φίλοι. Ήταν αγρότες, δάσκαλοι, εργάτες, μαθητές, απλοί άνθρωποι που πιάστηκαν στα διασταυρούμενα πυρά της ιστορίας, που αναγκάστηκαν να αντέξουν το βάρος μιας σύγκρουσης που διέλυσε τις ζωές τους. Είναι οι αφανείς ήρωες του νησιού μας, αυτοί που στάθηκαν σταθεροί και αγέρωχοι, όταν όλα τα άλλα γκρεμίζονταν.
Αγαπητές και αγαπητοί,
Οι ιστορίες των Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων πολέμου είναι ιστορίες πόνου, αλλά και ιστορίες ελπίδας. Αντικατοπτρίζουν την ιστορία ενός λαού που αρνήθηκε να λυγίσει, που κράτησε την ανθρωπιά του μπροστά στην απανθρωπιά. Αυτές οι ιστορίες αποτελούν το ισχυρότερο παράδειγμα και δίδαγμα προς όλους μας να γίνουμε καλύτεροι, να πράξουμε ακόμη περισσότερα, ούτως ώστε το μέλλον να είναι πιο φωτεινό από το παρελθόν.
Η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο και η διαιώνιση του status quo δημιουργεί καθημερινά νέους κινδύνους και αρνητικά δεδομένα. Γι’ αυτό και η παρούσα κατάσταση δεν μπορεί να αποτελέσει επιλογή για λύση στο Κυπριακό Πρόβλημα, ούτε βεβαίως και η προσέγγιση περί δύο κρατών.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους ότι μόνο μέσα από μια συμφωνημένη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού που θα επανενώνει την πατρίδα μας, θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε μελλοντικές προκλήσεις και κινδύνους και θα οικοδομήσουμε ένα ελπιδοφόρο μέλλον για την Κύπρο μας. Μοναδική λύση παραμένει η μία και αδιαίρετη πατρίδα σύμφωνα με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, το διεθνές δίκαιο, τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, τη νομιμότητα.
Όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, η ανάγνωση του Κυπριακού δεν μπορεί να γίνεται μονοθεματικά, αλλά στη βάση των ευρύτερων εξελίξεων. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τόσο στην περιοχή μας, όσο και ευρύτερα, επισυμβαίνουν συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας που απειλούν την σταθερότητα σε ολόκληρο τον κόσμο και μας υπενθυμίζουν καθημερινά πως δεν υπάρχουν παγωμένες διενέξεις.
Έχουμε κάθε δικαίωμα αλλά και κάθε δυνατότητα να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις, ώστε η Κύπρος να καταστεί πυλώνας ειρήνης, ασφάλειας και σταθερότητας για όλη την περιοχή. Μπορούμε. Θα πράξουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας μέσω της διασφάλισης του δυτικού προσανατολισμού, πάντοτε σε στενή συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και ασφαλώς σε πλήρη συνεργασία με την Ελλάδα, που παραμένει ο διαχρονικός και φυσικός μας σύμμαχος.
Το χρωστάμε σε όλους όσοι υπέφεραν, ούτως ώστε εμείς να χτίσουμε έναν κόσμο όπου τέτοιες τραγωδίες δεν επιτρέπεται να επαναληφθούν.
Το οφείλουμε σε όλους. Το χρωστάμε στον τόπο μας. Στην πατρίδα. Το αναμένουν από εμάς οι επόμενες γενιές.