ΠτΔ: Θεσμικά δίκαιος και ηθικά επιβεβλημένος ο αγώνας για τον «επαναπατρισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα
Ο αγώνας υπέρ του «επαναπατρισμού» των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι θεσμικά δίκαιος και ηθικά επιβεβλημένος, στο όνομα της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, επισήμανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κατά τον χαιρετισμό του στην εκδήλωση για τα 10 χρόνια λειτουργίας του Μουσείου της Ακρόπολης.
Ο κ. Παυλόπουλος έκανε λόγο για ένα εμβληματικό Μουσείο, κόσμημα του Πολιτισμού μας αλλά και του ευρωπαϊκού και του εν γένει δυτικού πολιτισμού και υπενθύμισε ότι όλη η διεθνής κοινότητα γνωρίζει, ότι ανεγέρθηκε με κύριο προορισμό την φιλοξενία των Γλυπτών του Παρθενώνα μετά τον «επαναπατρισμό» τους, αναιρώντας το καταφανώς προσχηματικό, «επιχείρημα» αυτών που επιμένουν να συγκαλύπτουν το ιερόσυλο έγκλημα του Έλγιν ότι, δήθεν, η Ελλάδα δεν διέθετε κατάλληλο χώρο στέγασης των Γλυπτών του Παρθενώνα, αντίστοιχο μ΄ εκείνον του Βρετανικού Μουσείου, δηλαδή αντίστοιχο με τον χώρο όπου «κρατούνται» τα Γλυπτά ως «λάφυρα» της κλοπής του Έλγιν.
Υπογράμμισε, επίσης, ότι εδώ και 10 χρόνια, το Μουσείο της Ακρόπολης δίνει αποστομωτικές απαντήσεις στις ως άνω «εν αμαρτίαις προφάσεις» των, ακόμη, αμετανόητων υπευθύνων του Βρετανικού Μουσείου και προκαλεί, με όρους πολιτισμού και μόνον, την παγκόσμια κοινή γνώμη να κάνει τη σύγκριση ανάμεσα στην φωτεινή «κοιτίδα» των Γλυπτών του Παρθενώνα και στο θολό «δεσμωτήριο» του Βρετανικού Μουσείου, όπου «κρατούνται» κατά παράβαση κάθε θεσμικής και πολιτισμικής δεοντολογίας, και μάλιστα υπό συνθήκες συντήρησης που απειλούν την υπόστασή τους και την υπεράσπιση των ιστορικών τους καταβολών και συμβολισμών.
Υποστήριξε, ακόμη, ότι με τη σημερινή τους στάση, οι υπεύθυνοι του Βρετανικού Μουσείου αναδεικνύονται αφενός κατώτεροι των περιστάσεων ως προς την υπεράσπιση της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και του κοινού μας Πολιτισμού και αφετέρου, αμετανόητοι συνεργοί του εγκληματικού πολιτιστικού ανοσιουργήματος του Έλγιν.
Ωστόσο, σημείωσε, συνεχίζουμε αδιαλείπτως τον πολιτισμικώς ιερό αγώνα, ο οποίος συνδέεται, αρρήκτως, με την ικανοποίηση ενός καθ΄ όλα δίκαιου αιτήματος, το οποίο οφείλουμε να υπηρετούμε όλοι μας, ανεξαρτήτως εθνικότητας, δοθέντος ότι, κατ΄ ουσίαν, πρόκειται για αίτημα της Ανθρωπότητας επειδή αφορά τον πυρήνα της Πολιτιστικής της Κληρονομιάς.
Όπως υπογράμμισε: «πριν απ΄ όλα είναι παγκοσμίως αποδεκτό ότι τα Γλυπτά αυτά ανήκουν, δικαιωματικώς και πολιτισμικώς, στον Παρθενώνα και στα Μνημεία του. Και τούτο διότι χωρίς τα Γλυπτά αυτά ο Παρθενώνας, βαριά λαβωμένος από μιάν ιερόσυλη πράξη βανδαλισμού και λεηλασίας που καλύπτεται εδώ και πάνω από δύο αιώνες από τη λεοντή μιας δήθεν «αρχαιολατρίας», η οποία πλήττει ευθέως την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά, δεν μπορεί να συμβολίσει και, επέκεινα, να εκπέμψει προς την Ανθρωπότητα το αιώνιο, αειθαλές και μοναδικό πολιτισμικό μήνυμα που του αναλογεί».
Αναφερόμενος, τέλος, στην παγκόσμιας πολιτισμικής εμβέλειας μοναδικότητα του Παρθενώνα και των Μνημείων του, τόνισε ότι πρόκειται για αυταπόδεικτη αλήθεια, η οποία εδράζεται σε ακλόνητα τεκμήρια και επικαλέστηκε μεταξύ άλλων την μαρτυρία του Αντρέ Μαλρώ κατά την ομιλία του, τον Μάιο του 1959 στην πρώτη φωταγώγηση της Ακρόπολης, στο πλαίσιο της οποίας συμπύκνωσε, μέσω του μηνύματος του Παρθενώνα, την ουσία του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού ως συστατικού στοιχείου του διαχρονικού Παγκόσμιου Πολιτισμού.