Ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας στην ομιλία του στη Βουλή επί του πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής για τα Τέμπη υπογράμμισε, ότι «την πρώτη και βασική πολιτική ευθύνη για το συγκεκριμένο έγκλημα φέρει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός ευθύνεται ως επικεφαλής της κυβέρνησης στη θητεία της οποίας συνέβη αυτό το τραγικό έγκλημα. Ευθύνεται γιατί η κυβέρνηση της ΝΔ παραλαμβάνοντας την αντιλαϊκή σκυτάλη από προηγούμενες, πρωτοστάτησε στην εφαρμογή, με μεγαλύτερη ταχύτητα, της "απελευθέρωσης" των σιδηροδρομικών μεταφορών.Ευθύνεται γιατί παραπέμπει την ολοκλήρωση των στοιχειωδών έργων στο σιδηροδρομικό δίκτυο σε βάθος εικοσαετίας.
Ευθύνεται γιατί τα έργα αυτά θα χρηματοδοτούνται με αποκλειστικό κριτήριο την κερδοφορία μακριά από τις ανάγκες του λαού για σύγχρονες ασφαλείς σιδηροδρομικές μεταφορές».
«Όσο βαρύτατες κι αν είνα οι ατομικές ευθύνες για την παραβίαση του Γενικού Κανονισμού Κυκλοφορίας δεν αθωώνεται η πολιτική που έφερε τα πράγματα ως εδώ, η πολιτική που έχει δημιουργήσει χιλιάδες "κοιλάδες των Τεμπών" όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο» πρόσθεσε.
Ο Δ. Κουτσούμπας είπε ότι «είναι προκλητική η εμμονή από την κυβερνητική πλειοψηφία στην προβολή του ανθρώπινου λάθους όταν στην εποχή μας οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την πλήρη ασφάλεια στις σιδηροδρομικές συγκοινωνίες, προλαμβάνοντας ή διορθώνοντας ανθρώπινα λάθη και εκμηδενίζοντας την πιθανότητα ατυχημάτων».
Ανέφερε ότι «η σύγκρουση των δύο τρένων δεν ήταν αναπόφευκτη, όπως επιδιώκουν να πείσουν τα κυβερνητικά επιτελεία ένα χρόνο μετά το έγκλημα. Όπως έχει ήδη καταδειχθεί θα είχε αποφευχθεί αν ήταν σε λειτουργία τα σύγχρονα συστήματα ασφαλείας-τηλεδιοίκησης», ενώ σημείωσε ότι «θα μπορούσε ακόμα να είχε αποφευχθεί, παρά την απουσία αυτών των συστημάτων ασφαλείας, αν υπήρχε τουλάχιστον το αναγκαίο και σωστά εκπαιδευμένο προσωπικό».
Όμως, επισήμανε «έχουν φροντίσει όλες οι κυβερνήσεις με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ και επικαλούμενες πάλι τις "αντοχές της οικονομίας" να αποψιλώσουν το ανθρώπινο δυναμικό και τις υποδομές».