Ομιλία του Θανάση
Θεοχαρόπουλου στη Βουλή:
«Στηρίζουμε την επέκταση της αναδοχής απέναντι σε κάθε είδους διάκριση, ετεροπροσδιορισμοί και τακτικισμοί στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν χωρούν»
Το βίντεο της ομιλίας: https://youtu.be/JtEQM-jJbEU
Η ομιλία στη Βουλή του πρόεδρου της ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Θανάση Θεοχαρόπουλου, στο νομοσχέδιο για την αναδοχή και την υιοθεσία:
“Τα παιδιά έχουν μόνο μία ευκαιρία να μεγαλώσουν σε συνθήκες ασφάλειας και αυτή η ευκαιρία είναι που θα καθορίσει τη σωματική και ψυχική τους υγεία ως ενήλικες. Θα έπρεπε, λοιπόν, σήμερα με την υπευθυνότητα και τη σοβαρότητα που απαιτεί η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού να εστιάσουμε τη συζήτησή μας στους κρίσιμους θεσμούς της αναδοχής και της υιοθεσίας, στους οποίους και αναφέρει το νομοσχέδιο, αλλά και στο πώς αυτοί εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο δράσης για την παιδική προστασία, σε ένα σχέδιο που θα εξελίσσεται σε πολλαπλά επίπεδα, από την πρόληψη, την ευαισθητοποίηση και την εκπαίδευση έως τη λειτουργία των θεσμών και των δομών παιδικής προστασίας και που θα προτάσσει αποκλειστικά το συμφέρον του παιδιού.
Kι όχι να μονοπωλεί τη συζήτησή μας το ζήτημα της επέκτασης της αναδοχής σε όσους έχουν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης, ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια. Το μονοπώλησε γιατί από την αρχή βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του συγκυβερνώντος κόμματος, των ΑΝΕΛ, αρνήθηκαν αυτήν την αλλαγή. Κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο για άλλη μια φορά με τα γνωστά στερεότυπα, μια επιχειρηματολογία που στο βάθος της κρύβει συντηρητικά αντανακλαστικά για θέματα που έχουν αντιδημοφιλή χαρακτήρα και ανήκουν στο δύσκολο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Είναι, όμως, ανεπίτρεπτο σε μια χώρα που θέλει να συγκαταλέγεται στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη, αντί να επιταχύνονται τα βήματα για την κατάργηση των διακρίσεων και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να μπαίνουν τρικλοποδιές. Και η ανάγκη προοδευτικών αλλαγών, όπως αυτή, ιδίως στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου να παρακωλύεται από φοβικές ενστάσεις και αντιλήψεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόβλεψη για επέκταση της αναδοχής σε όσους έχουν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης, είτε αυτά είναι ετερόφυλα είτε ομόφυλα ζευγάρια. Μια αυτονόητη προοδευτική αλλαγή. Το δικαίωμα στην αναδοχή από ζευγάρια χωρίς διάκριση φύλου είναι νομικό επακόλουθο του συμφώνου συμβίωσης που αποτελεί νόμο του κράτους, που το ψηφίσαμε σε αυτήν εδώ την αίθουσα. Δεν υπάρχει καμία διάκριση για το σύμφωνο συμβίωσης, δεν θα υπάρχει ούτε εδώ.
Είναι αδιανόητο το δικαίωμα στην ίση προστασία του νόμου, όπως προβλέπει και η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να διαφυλάσσεται κατ’ επιλογήν. Η ρύθμιση για τις προϋποθέσεις αναδοχής δεν μπορεί να εμπεριέχει οποιαδήποτε διάκριση. Οποιαδήποτε διαφοροποίηση για τα ομόφυλα ζευγάρια θα κατέπιπτε –και σωστά θα κατέπιπτε- στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που βασίζεται στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Αυτό οφείλουμε να κάνουμε κι εμείς εδώ. Και η κατεύθυνσή μας πρέπει να είναι η προστασία των δικαιωμάτων, ο σεβασμός της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της νομολογίας. Ας σταματήσουμε, επιτέλους, να τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις. Η χώρα μας εξακολουθεί και σήμερα να συγκαταλέγεται στην πρώτη πεντάδα, από πλευράς αριθμού, καταδικαστικών αποφάσεων. Ας διεκδικήσουμε άλλες πρωτιές.
Εντέλει, από πού κι ως πού ο σεξουαλικός προσανατολισμός επηρεάζει τη γονεϊκή αποτελεσματικότητά και την υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών; Αν θέλουμε μια ειλικρινή απάντηση, μακριά από υποκειμενικές αντιλήψεις, αρκεί να ανατρέξουμε σε όσα λένε οι ειδικοί.
Πρόσφατη δημόσια παρέμβαση ακαδημαϊκών ψυχολόγων από την Ελλάδα και το εξωτερικό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πιο σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την υγιή προσαρμογή των παιδιών είναι η ποιότητα των σχέσεων γονέα-παιδιού και των σχέσεων μεταξύ των σημαντικών ενηλίκων στη ζωή του παιδιού, κυρίως δηλαδή μεταξύ των γονέων και ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν έχει επιπτώσεις στην ποιότητα των σχέσεων γονέα-παιδιού, στη ψυχική υγεία των παιδιών ή στην κοινωνική τους προσαρμογή.
Ερχόμαστε, όμως, για μια ακόμη φορά αντιμέτωποι με συντηρητικές αντιλήψεις και με εγκλωβισμό σε στερεότυπα, τις οποίες δεν συναντούμε μόνο στους ΑΝΕΛ. Εδώ θέλω να κάνω μία παρένθεση. Ακούσαμε πριν από λίγο τον συγκυβερνήτη σας, τον κ. Κατσίκη, να λέει για την ομοφυλοφιλία ότι είναι έγκλημα, αντίστοιχο της παιδοφιλίας. Αυτά θα τα περιμέναμε, ίσως, από τη Χρυσή Αυγή, αλλά πρόκειται για μία δήλωση –τους χαρακτήρισε εγκληματίες- που έρχεται από το σκοτεινό παρελθόν και η οποία πρέπει να καταδικαστεί. Γιατί δεν είναι δυνατόν, και μάλιστα ένας βουλευτής της κυβερνητικής πλειοψηφίας, να αναφέρεται με αυτόν τον τρόπο σε μία ομάδα στη χώρα μας, η οποία διεκδικεί τα δικαιώματά της. Βέβαια, δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν ξεδιπλώσει και άλλες ομοφοβικές, ρατσιστικές θέσεις. Σήμερα, όμως, πραγματικά νομίζω ότι ξεπέρασαν κάθε όριο.
Όπως, βέβαια, και τα επιχειρήματα για την «ανέτοιμη κοινωνία» -τα ακούσαμε από τη Νέα Δημοκρατία, τα ακούσαμε και από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στον δημόσιο διάλογο- αποτελούν μία γνήσια συντηρητική και δεξιά νοοτροπία και αντίληψη. Από πότε η πολιτική, όπως και η κοινοβουλευτική λειτουργία μπορούν να έχουν στην ημερήσια διάταξη μόνο τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας και όχι τα δικαιώματα, που χρειάζονται δημοκρατικές ρυθμίσεις, νομικές αποφάσεις, που καθορίζουν τη ζωή των πολιτών;
Ας αφήσουμε στην άκρη το παραμύθι της «ανέτοιμης κοινωνίας», εξετάζοντας τις πραγματικές αντοχές της. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι υπάρχουν συντηρητικά αντανακλαστικά σε ένα μέρος της κοινωνίας. Ήταν, όμως, η κοινωνία έτοιμη τη δεκαετία του 1980, όταν προχώρησε ο πολιτικός γάμος το 1982; Αμέσως μετά το δέχθηκε, όμως, η κοινωνία. Εν τέλει, πώς ετοιμάζεται μια κοινωνία; Δεν συμβάλλει σε αυτό η πολιτική της ηγεσία; Δεν οφείλει να καταβάλλει επίμονη προσπάθεια για την απομάκρυνσή της από τέτοιους συντηρητισμούς και για έμφαση στην ουσία των ζητημάτων και στην πρόληψη;
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και το Ποτάμι, το Κίνημα Αλλαγής, με τις ομιλίες των εισηγητών, της κ. Χριστοφιλοπούλου και του κ. Δανέλλη, τοποθετήθηκαν ξεκάθαρα σε αυτό το θέμα, όπως έχει τοποθετηθεί και η κ. Γεννηματά. Οι πολιτικές ηγεσίες δεν είναι να καθοδηγούνται από την κοινωνία, είναι να καθοδηγούν την κοινωνία και σε αυτό το πλαίσιο εμείς λειτουργούμε.
Και βέβαια, τι να πει κανείς και για την αξιωματική αντιπολίτευση που επιβεβαιώνει και πάλι, δια της ηγεσίας της, ότι αδυνατεί να μετατραπεί σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό, φιλελεύθερο, κεντροδεξιό κόμμα.
Είναι απολύτως λογικό οι αλλαγές αυτές να τέμνουν οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Επομένως, είναι λογικό να υπάρχουν αποχρώσεις σε κάθε κόμμα. Και βεβαίως, είναι αυτονόητο θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων να μην μπαίνουν στη σφαίρα οποιασδήποτε κομματικής πειθαρχίας. Τουλάχιστον σε αυτό το θέμα, φαίνεται να έχει ωριμάσει το πολιτικό μας σύστημα. Είναι άλλο θέμα οι αποχρώσεις οριζόντια στο κομματικό σύστημα κι άλλο ποια θέση παίρνουν οι ηγεσίες των κομμάτων.
Σε αυτό το θέμα ο κυβερνητικός σας εταίρος, οι ΑΝΕΛ, και η αξιωματική αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας, είναι κατώτεροι των περιστάσεων. Είναι δυνατόν ο κυβερνητικός εταίρος μίας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας να διαφωνεί συντεταγμένα και με αυτή τη ρητορική που ακούσαμε πριν από λίγο; Επίσης, βουλευτές του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίζουν μεν τις μειώσεις συντάξεων και όλα τα δογματικά μέτρα λιτότητας και να αντιδρούν στην αναδοχή των παιδιών χωρίς διακρίσεις και να θεωρούνται κιόλας βουλευτές της Ριζοσπαστικής Αριστεράς;
Εμείς, όμως, δεν λειτουργούμε σε συνάρτηση με το εάν έχετε πλειοψηφία ή όχι, ούτε με τακτικισμούς σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στηρίζουμε την επέκταση της αναδοχής και σε ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
Όπως έχουμε ψηφίσει όλες τις προοδευτικές αλλαγές χωρίς ετεροπροσδιορισμούς, το σύμφωνο συμβίωσης, την ιθαγένεια, τη δυνατότητα ανέγερσης τζαμιού. Όπως σταθερά έπραττε ο χώρος της προοδευτικής παράταξης που υπερασπίστηκε τον πολιτικό γάμο, την ισότητα των φύλων στην πράξη, που προώθησε τομές στον τομέα της υιοθεσίας, της επιτροπείας ανηλίκων και της δικαστικής συμπαράστασης, που ήταν θετικός σε προοδευτικές αλλαγές, όπως οι αστυνομικές ταυτότητες με το θρήσκευμα, σε όλα τα πεδία. Αυτό πράττουμε και τώρα.
Τέτοιες προοδευτικές αλλαγές για την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκονται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που στέκεται απέναντι σε κάθε είδους διάκριση.
Οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν από ΑΝΕΛ και Νέα Δημοκρατία έχουν δύο πιθανά κίνητρα: Μία κακώς εννοούμενη θεώρηση της έννοιας της «πολιτικής» που αφορά μόνο τα μεγάλα αφηγήματα, αλλά δεν πιάνει το νήμα με τις καθημερινές αγωνίες, και μία άλλη που κρύβει έναν βαθύ συντηρητισμό σε όλα τα αιτήματα μειοψηφικών ομάδων. Είναι μια συγκροτημένη αντίθεση στο αίτημα της ανοιχτής κοινωνίας.
Η σημερινή, λοιπόν, συζήτηση στην Βουλή αποκαλύπτει τελικά ότι οι ιδεολογικές διαφορές δεν είναι μόνο αυτές που αφορούν στο ποιος είναι ο φίλος του λαού και ποιος όχι, γιατί σε αυτή τη διάκριση κρύβονται πολλοί. Αλλά είναι και αυτές που αφορούν μια «αντιδημοφιλή» ατζέντα, η οποία αφορά πολλές φορές και θέματα δικαιωμάτων. Εκεί που το φαντασιακό υπερισχύει της πολιτικής ορθότητας, εκεί που οι διακρίσεις νικούν την αλήθεια. Σήμερα, λοιπόν, αποκαλύπτεται μια σοβαρή διάκριση ιδεών, η διάκριση της ανοιχτής και της κλειστής κοινωνίας.
Εάν, όμως, θέλουμε πραγματικά ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, εάν θέλουμε να διαγράψουμε κάθε οπισθοδρόμηση και να χαράξουμε έναν κύκλο ισονομίας και σεβασμού στην προσωπικότητα προς όλους, οφείλουμε να διεκδικήσουμε επιτέλους την ανοιχτή κοινωνία.
Εμείς αποδεικνύουμε επίσης στην πράξη ότι δεν δεχόμαστε ούτε απορρίπτουμε άκριτα ό,τι φέρνετε στην Βουλή. Αυτό κάνει η προγραμματική αντιπολίτευση. Αυτός είναι ο ρόλος ο δικός μας. Σας καταθέτουμε προτάσεις, επιδιώκουμε και διεκδικούμε ουσιαστικές αλλαγές και όταν αυτές επιτυγχάνονται –όπως έγινε στο άρθρο 8, που καταθέσαμε συγκεκριμένες προτάσεις, γιατί τις αποδεχθήκατε και δείξατε διάθεση βελτιώσεων τότε προχωρούμε στο επόμενο βήμα.
Τι ζητήσαμε; Να μην υπάρχει προτεραιοποίηση, δηλαδή, πρώτα να έχουν προτεραιότητα στην αναδοχή όσοι βρίσκονται σε γάμο, μετά όσοι βρίσκονται στο σύμφωνο συμβίωσης και μετά τα μεμονωμένα άτομα. Το Προεδρικό Διάταγμα του 2009 δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή κατάσταση. Βάλαμε προτεραιότητα το συμφέρον του παιδιού. Ζητήσαμε την προτεραιότητα αυτή. Το αποδεχθήκατε.
Και λέει χαρακτηριστικά η έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής: «Το κριτήριο του συμφέροντος του ανηλίκου κατά την επιλογή του αναδόχου γονέα, κριτήριο κυρίαρχο στο πλαίσιο του εν λόγω θεσμού, σύμφωνο με τη διεθνή σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, υπερτερεί του δικαιώματος των υποψήφιων αναδόχων γονέων να καταστούν εν τέλει ανάδοχοι». Μας επιβεβαιώνει, δηλαδή, σε αυτή την αλλαγή την οποία διεκδικήσαμε και στην οποία προχωρήσατε.
Το νομοσχέδιο δεν παύει να έχει και ορισμένες βέβαια ασάφειες και ορισμένα άλλα ζητήματα. Κάθε βήμα προς την αποϊδρυματοποίηση των παιδιών είναι θετικό. Επιτρέψτε μου, όμως, να πω ότι και εδώ υπάρχει ένας βολονταρισμός. Γιατί; Γιατί σε κάποιες περιπτώσεις ανάμεσα στην απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένεια και την τοποθέτησή του σε φιλοξενία, χρειάζονται κάποια μεταβατικά στάδια. Χρειάζεται ένας μεταβατικός χώρος. Υπάρχουν ορισμένες δύσκολες περιπτώσεις και χρειάζεται μια ομαλή διαδικασία σύνδεσης παιδιού με την οικογένεια φιλοξενίας. Χρειάζεται να προχωρήσουμε στην αποϊδρυματοποίηση, αλλά να γνωρίζουμε και τις δύσκολες περιπτώσεις και πώς θα τις αντιμετωπίσουμε. Εξάλλου, πρόσφατα βρεθήκαμε στην Βέροια στην αξιέπαινη «Πρωτοβουλία για το Παιδί» με πολύ δύσκολες περιπτώσεις εκεί, και με τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούν αυτές τις μεταβατικές περιόδους να τις υποστηρίξουν.
Δεν αρκεί, επίσης, η λειτουργία του θεσμού της αναδοχής αλλά χρειάζεται και μια καμπάνια ενημέρωσης. Πρέπει επίσης να δούμε με πολλή προσοχή τόσο τον a priori κρατικό έλεγχο της αναδοχής όσο και τη μετά παρακολούθησή της. Διότι και ο έλεγχος πριν την αναδοχή πρέπει να είναι πλήρης και αποτελεσματικός, αλλά και αυτός της εποπτείας μετά την έγκριση της αναδοχής, θα πρέπει να είναι συνεχής και προϋποθέτει την ανάπτυξη συνεργειών.
Δεν σημαίνει ότι ο σημερινός πιο κατάλληλος ανάδοχος θα παραμείνει και ο πιο κατάλληλος μετά από πέντε χρόνια. Το πρόσφατο παράδειγμα του ιερέα αναδόχου στην Κύπρο, γονέα που κακοποιούσε ανάδοχο παιδί και που τελικά το οδήγησε στην αυτοκτονία, αποτελεί χαρακτηριστικό τραγικό παράδειγμα και για τις δύο αυτές περιπτώσεις.
Δυστυχώς, η κοινωνία μας βρίθει από άτομα τέτοια, «κατάλληλα» και υπεράνω υποψίας. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ ετερόφυλων και ομόφυλων ζευγαριών. Πρέπει να ενεργοποιηθούν ουσιαστικά οι κρατικές υπηρεσίες για όλα αυτά τα προβλήματα, γιατί το κύριο είναι η προάσπιση του συμφέροντος του παιδιού και η υγιής ανάπτυξή του.
Επίσης, αναφερθήκατε ότι θα χρειαστούν πέντε-έξι μήνες για την εφαρμογή. Και εμείς σας έχουμε κάνει αυτή την κριτική. Αμφιβάλλουμε με βάση τις υπουργικές αποφάσεις και τις κοινές υπουργικές αποφάσεις που απαιτούνται, κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου να μη χρειαστεί πολύ πιο μεγάλο χρονικό διάστημα, να μη χρειαστεί πάνω από χρόνος για να εφαρμοστούν όλα αυτά.
Για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου αφηγήματος για το μέλλον της Ελλάδας, για την επικράτηση, επιτέλους, της ανοικτής κοινωνίας των αξιών της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της αλληλεγγύης απαιτούνται προοδευτικές αλλαγές, ορισμένες φορές με πολιτικό κόστος, που, όμως, είναι πρόσκαιρο, διότι η κοινωνία σύντομα αντιλαμβάνεται την ανάγκη τέτοιων αλλαγών. Και σήμερα έχουμε μια τέτοια ευκαιρία, να αποδείξουμε αν θα λειτουργήσουμε ως κατάλληλοι ανάδοχοι των αξιών αυτών και αν θα προχωρήσουμε επιτέλους στην υιοθεσία προοδευτικών πολιτικών.”
08/05/2018
«Στηρίζουμε την επέκταση της αναδοχής απέναντι σε κάθε είδους διάκριση, ετεροπροσδιορισμοί και τακτικισμοί στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν χωρούν»
Το βίντεο της ομιλίας: https://youtu.be/JtEQM-jJbEU
Η ομιλία στη Βουλή του πρόεδρου της ΔΗΜΑΡ και κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, Θανάση Θεοχαρόπουλου, στο νομοσχέδιο για την αναδοχή και την υιοθεσία:
“Τα παιδιά έχουν μόνο μία ευκαιρία να μεγαλώσουν σε συνθήκες ασφάλειας και αυτή η ευκαιρία είναι που θα καθορίσει τη σωματική και ψυχική τους υγεία ως ενήλικες. Θα έπρεπε, λοιπόν, σήμερα με την υπευθυνότητα και τη σοβαρότητα που απαιτεί η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού να εστιάσουμε τη συζήτησή μας στους κρίσιμους θεσμούς της αναδοχής και της υιοθεσίας, στους οποίους και αναφέρει το νομοσχέδιο, αλλά και στο πώς αυτοί εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο δράσης για την παιδική προστασία, σε ένα σχέδιο που θα εξελίσσεται σε πολλαπλά επίπεδα, από την πρόληψη, την ευαισθητοποίηση και την εκπαίδευση έως τη λειτουργία των θεσμών και των δομών παιδικής προστασίας και που θα προτάσσει αποκλειστικά το συμφέρον του παιδιού.
Kι όχι να μονοπωλεί τη συζήτησή μας το ζήτημα της επέκτασης της αναδοχής σε όσους έχουν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης, ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια. Το μονοπώλησε γιατί από την αρχή βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και του συγκυβερνώντος κόμματος, των ΑΝΕΛ, αρνήθηκαν αυτήν την αλλαγή. Κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο για άλλη μια φορά με τα γνωστά στερεότυπα, μια επιχειρηματολογία που στο βάθος της κρύβει συντηρητικά αντανακλαστικά για θέματα που έχουν αντιδημοφιλή χαρακτήρα και ανήκουν στο δύσκολο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Είναι, όμως, ανεπίτρεπτο σε μια χώρα που θέλει να συγκαταλέγεται στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη, αντί να επιταχύνονται τα βήματα για την κατάργηση των διακρίσεων και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να μπαίνουν τρικλοποδιές. Και η ανάγκη προοδευτικών αλλαγών, όπως αυτή, ιδίως στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου να παρακωλύεται από φοβικές ενστάσεις και αντιλήψεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόβλεψη για επέκταση της αναδοχής σε όσους έχουν υπογράψει σύμφωνο συμβίωσης, είτε αυτά είναι ετερόφυλα είτε ομόφυλα ζευγάρια. Μια αυτονόητη προοδευτική αλλαγή. Το δικαίωμα στην αναδοχή από ζευγάρια χωρίς διάκριση φύλου είναι νομικό επακόλουθο του συμφώνου συμβίωσης που αποτελεί νόμο του κράτους, που το ψηφίσαμε σε αυτήν εδώ την αίθουσα. Δεν υπάρχει καμία διάκριση για το σύμφωνο συμβίωσης, δεν θα υπάρχει ούτε εδώ.
Είναι αδιανόητο το δικαίωμα στην ίση προστασία του νόμου, όπως προβλέπει και η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να διαφυλάσσεται κατ’ επιλογήν. Η ρύθμιση για τις προϋποθέσεις αναδοχής δεν μπορεί να εμπεριέχει οποιαδήποτε διάκριση. Οποιαδήποτε διαφοροποίηση για τα ομόφυλα ζευγάρια θα κατέπιπτε –και σωστά θα κατέπιπτε- στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που βασίζεται στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Αυτό οφείλουμε να κάνουμε κι εμείς εδώ. Και η κατεύθυνσή μας πρέπει να είναι η προστασία των δικαιωμάτων, ο σεβασμός της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της νομολογίας. Ας σταματήσουμε, επιτέλους, να τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις. Η χώρα μας εξακολουθεί και σήμερα να συγκαταλέγεται στην πρώτη πεντάδα, από πλευράς αριθμού, καταδικαστικών αποφάσεων. Ας διεκδικήσουμε άλλες πρωτιές.
Εντέλει, από πού κι ως πού ο σεξουαλικός προσανατολισμός επηρεάζει τη γονεϊκή αποτελεσματικότητά και την υγιή ψυχοσωματική ανάπτυξη των παιδιών; Αν θέλουμε μια ειλικρινή απάντηση, μακριά από υποκειμενικές αντιλήψεις, αρκεί να ανατρέξουμε σε όσα λένε οι ειδικοί.
Πρόσφατη δημόσια παρέμβαση ακαδημαϊκών ψυχολόγων από την Ελλάδα και το εξωτερικό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι πιο σημαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την υγιή προσαρμογή των παιδιών είναι η ποιότητα των σχέσεων γονέα-παιδιού και των σχέσεων μεταξύ των σημαντικών ενηλίκων στη ζωή του παιδιού, κυρίως δηλαδή μεταξύ των γονέων και ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν έχει επιπτώσεις στην ποιότητα των σχέσεων γονέα-παιδιού, στη ψυχική υγεία των παιδιών ή στην κοινωνική τους προσαρμογή.
Ερχόμαστε, όμως, για μια ακόμη φορά αντιμέτωποι με συντηρητικές αντιλήψεις και με εγκλωβισμό σε στερεότυπα, τις οποίες δεν συναντούμε μόνο στους ΑΝΕΛ. Εδώ θέλω να κάνω μία παρένθεση. Ακούσαμε πριν από λίγο τον συγκυβερνήτη σας, τον κ. Κατσίκη, να λέει για την ομοφυλοφιλία ότι είναι έγκλημα, αντίστοιχο της παιδοφιλίας. Αυτά θα τα περιμέναμε, ίσως, από τη Χρυσή Αυγή, αλλά πρόκειται για μία δήλωση –τους χαρακτήρισε εγκληματίες- που έρχεται από το σκοτεινό παρελθόν και η οποία πρέπει να καταδικαστεί. Γιατί δεν είναι δυνατόν, και μάλιστα ένας βουλευτής της κυβερνητικής πλειοψηφίας, να αναφέρεται με αυτόν τον τρόπο σε μία ομάδα στη χώρα μας, η οποία διεκδικεί τα δικαιώματά της. Βέβαια, δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν ξεδιπλώσει και άλλες ομοφοβικές, ρατσιστικές θέσεις. Σήμερα, όμως, πραγματικά νομίζω ότι ξεπέρασαν κάθε όριο.
Όπως, βέβαια, και τα επιχειρήματα για την «ανέτοιμη κοινωνία» -τα ακούσαμε από τη Νέα Δημοκρατία, τα ακούσαμε και από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στον δημόσιο διάλογο- αποτελούν μία γνήσια συντηρητική και δεξιά νοοτροπία και αντίληψη. Από πότε η πολιτική, όπως και η κοινοβουλευτική λειτουργία μπορούν να έχουν στην ημερήσια διάταξη μόνο τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας και όχι τα δικαιώματα, που χρειάζονται δημοκρατικές ρυθμίσεις, νομικές αποφάσεις, που καθορίζουν τη ζωή των πολιτών;
Ας αφήσουμε στην άκρη το παραμύθι της «ανέτοιμης κοινωνίας», εξετάζοντας τις πραγματικές αντοχές της. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι υπάρχουν συντηρητικά αντανακλαστικά σε ένα μέρος της κοινωνίας. Ήταν, όμως, η κοινωνία έτοιμη τη δεκαετία του 1980, όταν προχώρησε ο πολιτικός γάμος το 1982; Αμέσως μετά το δέχθηκε, όμως, η κοινωνία. Εν τέλει, πώς ετοιμάζεται μια κοινωνία; Δεν συμβάλλει σε αυτό η πολιτική της ηγεσία; Δεν οφείλει να καταβάλλει επίμονη προσπάθεια για την απομάκρυνσή της από τέτοιους συντηρητισμούς και για έμφαση στην ουσία των ζητημάτων και στην πρόληψη;
Η Δημοκρατική Συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και το Ποτάμι, το Κίνημα Αλλαγής, με τις ομιλίες των εισηγητών, της κ. Χριστοφιλοπούλου και του κ. Δανέλλη, τοποθετήθηκαν ξεκάθαρα σε αυτό το θέμα, όπως έχει τοποθετηθεί και η κ. Γεννηματά. Οι πολιτικές ηγεσίες δεν είναι να καθοδηγούνται από την κοινωνία, είναι να καθοδηγούν την κοινωνία και σε αυτό το πλαίσιο εμείς λειτουργούμε.
Και βέβαια, τι να πει κανείς και για την αξιωματική αντιπολίτευση που επιβεβαιώνει και πάλι, δια της ηγεσίας της, ότι αδυνατεί να μετατραπεί σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό, φιλελεύθερο, κεντροδεξιό κόμμα.
Είναι απολύτως λογικό οι αλλαγές αυτές να τέμνουν οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Επομένως, είναι λογικό να υπάρχουν αποχρώσεις σε κάθε κόμμα. Και βεβαίως, είναι αυτονόητο θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων να μην μπαίνουν στη σφαίρα οποιασδήποτε κομματικής πειθαρχίας. Τουλάχιστον σε αυτό το θέμα, φαίνεται να έχει ωριμάσει το πολιτικό μας σύστημα. Είναι άλλο θέμα οι αποχρώσεις οριζόντια στο κομματικό σύστημα κι άλλο ποια θέση παίρνουν οι ηγεσίες των κομμάτων.
Σε αυτό το θέμα ο κυβερνητικός σας εταίρος, οι ΑΝΕΛ, και η αξιωματική αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας, είναι κατώτεροι των περιστάσεων. Είναι δυνατόν ο κυβερνητικός εταίρος μίας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας να διαφωνεί συντεταγμένα και με αυτή τη ρητορική που ακούσαμε πριν από λίγο; Επίσης, βουλευτές του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίζουν μεν τις μειώσεις συντάξεων και όλα τα δογματικά μέτρα λιτότητας και να αντιδρούν στην αναδοχή των παιδιών χωρίς διακρίσεις και να θεωρούνται κιόλας βουλευτές της Ριζοσπαστικής Αριστεράς;
Εμείς, όμως, δεν λειτουργούμε σε συνάρτηση με το εάν έχετε πλειοψηφία ή όχι, ούτε με τακτικισμούς σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στηρίζουμε την επέκταση της αναδοχής και σε ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
Όπως έχουμε ψηφίσει όλες τις προοδευτικές αλλαγές χωρίς ετεροπροσδιορισμούς, το σύμφωνο συμβίωσης, την ιθαγένεια, τη δυνατότητα ανέγερσης τζαμιού. Όπως σταθερά έπραττε ο χώρος της προοδευτικής παράταξης που υπερασπίστηκε τον πολιτικό γάμο, την ισότητα των φύλων στην πράξη, που προώθησε τομές στον τομέα της υιοθεσίας, της επιτροπείας ανηλίκων και της δικαστικής συμπαράστασης, που ήταν θετικός σε προοδευτικές αλλαγές, όπως οι αστυνομικές ταυτότητες με το θρήσκευμα, σε όλα τα πεδία. Αυτό πράττουμε και τώρα.
Τέτοιες προοδευτικές αλλαγές για την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκονται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που στέκεται απέναντι σε κάθε είδους διάκριση.
Οι ενστάσεις που διατυπώθηκαν από ΑΝΕΛ και Νέα Δημοκρατία έχουν δύο πιθανά κίνητρα: Μία κακώς εννοούμενη θεώρηση της έννοιας της «πολιτικής» που αφορά μόνο τα μεγάλα αφηγήματα, αλλά δεν πιάνει το νήμα με τις καθημερινές αγωνίες, και μία άλλη που κρύβει έναν βαθύ συντηρητισμό σε όλα τα αιτήματα μειοψηφικών ομάδων. Είναι μια συγκροτημένη αντίθεση στο αίτημα της ανοιχτής κοινωνίας.
Η σημερινή, λοιπόν, συζήτηση στην Βουλή αποκαλύπτει τελικά ότι οι ιδεολογικές διαφορές δεν είναι μόνο αυτές που αφορούν στο ποιος είναι ο φίλος του λαού και ποιος όχι, γιατί σε αυτή τη διάκριση κρύβονται πολλοί. Αλλά είναι και αυτές που αφορούν μια «αντιδημοφιλή» ατζέντα, η οποία αφορά πολλές φορές και θέματα δικαιωμάτων. Εκεί που το φαντασιακό υπερισχύει της πολιτικής ορθότητας, εκεί που οι διακρίσεις νικούν την αλήθεια. Σήμερα, λοιπόν, αποκαλύπτεται μια σοβαρή διάκριση ιδεών, η διάκριση της ανοιχτής και της κλειστής κοινωνίας.
Εάν, όμως, θέλουμε πραγματικά ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, εάν θέλουμε να διαγράψουμε κάθε οπισθοδρόμηση και να χαράξουμε έναν κύκλο ισονομίας και σεβασμού στην προσωπικότητα προς όλους, οφείλουμε να διεκδικήσουμε επιτέλους την ανοιχτή κοινωνία.
Εμείς αποδεικνύουμε επίσης στην πράξη ότι δεν δεχόμαστε ούτε απορρίπτουμε άκριτα ό,τι φέρνετε στην Βουλή. Αυτό κάνει η προγραμματική αντιπολίτευση. Αυτός είναι ο ρόλος ο δικός μας. Σας καταθέτουμε προτάσεις, επιδιώκουμε και διεκδικούμε ουσιαστικές αλλαγές και όταν αυτές επιτυγχάνονται –όπως έγινε στο άρθρο 8, που καταθέσαμε συγκεκριμένες προτάσεις, γιατί τις αποδεχθήκατε και δείξατε διάθεση βελτιώσεων τότε προχωρούμε στο επόμενο βήμα.
Τι ζητήσαμε; Να μην υπάρχει προτεραιοποίηση, δηλαδή, πρώτα να έχουν προτεραιότητα στην αναδοχή όσοι βρίσκονται σε γάμο, μετά όσοι βρίσκονται στο σύμφωνο συμβίωσης και μετά τα μεμονωμένα άτομα. Το Προεδρικό Διάταγμα του 2009 δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή κατάσταση. Βάλαμε προτεραιότητα το συμφέρον του παιδιού. Ζητήσαμε την προτεραιότητα αυτή. Το αποδεχθήκατε.
Και λέει χαρακτηριστικά η έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής: «Το κριτήριο του συμφέροντος του ανηλίκου κατά την επιλογή του αναδόχου γονέα, κριτήριο κυρίαρχο στο πλαίσιο του εν λόγω θεσμού, σύμφωνο με τη διεθνή σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, υπερτερεί του δικαιώματος των υποψήφιων αναδόχων γονέων να καταστούν εν τέλει ανάδοχοι». Μας επιβεβαιώνει, δηλαδή, σε αυτή την αλλαγή την οποία διεκδικήσαμε και στην οποία προχωρήσατε.
Το νομοσχέδιο δεν παύει να έχει και ορισμένες βέβαια ασάφειες και ορισμένα άλλα ζητήματα. Κάθε βήμα προς την αποϊδρυματοποίηση των παιδιών είναι θετικό. Επιτρέψτε μου, όμως, να πω ότι και εδώ υπάρχει ένας βολονταρισμός. Γιατί; Γιατί σε κάποιες περιπτώσεις ανάμεσα στην απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένεια και την τοποθέτησή του σε φιλοξενία, χρειάζονται κάποια μεταβατικά στάδια. Χρειάζεται ένας μεταβατικός χώρος. Υπάρχουν ορισμένες δύσκολες περιπτώσεις και χρειάζεται μια ομαλή διαδικασία σύνδεσης παιδιού με την οικογένεια φιλοξενίας. Χρειάζεται να προχωρήσουμε στην αποϊδρυματοποίηση, αλλά να γνωρίζουμε και τις δύσκολες περιπτώσεις και πώς θα τις αντιμετωπίσουμε. Εξάλλου, πρόσφατα βρεθήκαμε στην Βέροια στην αξιέπαινη «Πρωτοβουλία για το Παιδί» με πολύ δύσκολες περιπτώσεις εκεί, και με τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούν αυτές τις μεταβατικές περιόδους να τις υποστηρίξουν.
Δεν αρκεί, επίσης, η λειτουργία του θεσμού της αναδοχής αλλά χρειάζεται και μια καμπάνια ενημέρωσης. Πρέπει επίσης να δούμε με πολλή προσοχή τόσο τον a priori κρατικό έλεγχο της αναδοχής όσο και τη μετά παρακολούθησή της. Διότι και ο έλεγχος πριν την αναδοχή πρέπει να είναι πλήρης και αποτελεσματικός, αλλά και αυτός της εποπτείας μετά την έγκριση της αναδοχής, θα πρέπει να είναι συνεχής και προϋποθέτει την ανάπτυξη συνεργειών.
Δεν σημαίνει ότι ο σημερινός πιο κατάλληλος ανάδοχος θα παραμείνει και ο πιο κατάλληλος μετά από πέντε χρόνια. Το πρόσφατο παράδειγμα του ιερέα αναδόχου στην Κύπρο, γονέα που κακοποιούσε ανάδοχο παιδί και που τελικά το οδήγησε στην αυτοκτονία, αποτελεί χαρακτηριστικό τραγικό παράδειγμα και για τις δύο αυτές περιπτώσεις.
Δυστυχώς, η κοινωνία μας βρίθει από άτομα τέτοια, «κατάλληλα» και υπεράνω υποψίας. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ ετερόφυλων και ομόφυλων ζευγαριών. Πρέπει να ενεργοποιηθούν ουσιαστικά οι κρατικές υπηρεσίες για όλα αυτά τα προβλήματα, γιατί το κύριο είναι η προάσπιση του συμφέροντος του παιδιού και η υγιής ανάπτυξή του.
Επίσης, αναφερθήκατε ότι θα χρειαστούν πέντε-έξι μήνες για την εφαρμογή. Και εμείς σας έχουμε κάνει αυτή την κριτική. Αμφιβάλλουμε με βάση τις υπουργικές αποφάσεις και τις κοινές υπουργικές αποφάσεις που απαιτούνται, κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου να μη χρειαστεί πολύ πιο μεγάλο χρονικό διάστημα, να μη χρειαστεί πάνω από χρόνος για να εφαρμοστούν όλα αυτά.
Για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου αφηγήματος για το μέλλον της Ελλάδας, για την επικράτηση, επιτέλους, της ανοικτής κοινωνίας των αξιών της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της αλληλεγγύης απαιτούνται προοδευτικές αλλαγές, ορισμένες φορές με πολιτικό κόστος, που, όμως, είναι πρόσκαιρο, διότι η κοινωνία σύντομα αντιλαμβάνεται την ανάγκη τέτοιων αλλαγών. Και σήμερα έχουμε μια τέτοια ευκαιρία, να αποδείξουμε αν θα λειτουργήσουμε ως κατάλληλοι ανάδοχοι των αξιών αυτών και αν θα προχωρήσουμε επιτέλους στην υιοθεσία προοδευτικών πολιτικών.”
08/05/2018