Hellenic Cypriot Press Agency

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Ερώτηση Δημ. Παπαδημούλη στην ΕΕ



      Ερώτηση Δημ. Παπαδημούλη στην ΕΕ
- Πλήρης αποτυχία των πολιτικών της «εσωτερικής υποτίμησης» των Μνημονίων, ανάγκη εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα χτυπούν τα καρτέλ και τα ολιγοπώλια



 Τα περιθώρια κέρδους των ολιγοπωλίων, αντί για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αύξησε η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» των Μνημονίων, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδας.
·         Αναγκαίες οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που θα χτυπούν τα καρτέλ και τα ολιγοπώλια στις αγορές κι όχι τις ελληνικές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και παραγωγούς.
·         Ερώτηση Δημήτρη Παπαδημούλη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Την πλήρη αποτυχία των πολιτικών της «εσωτερικής υποτίμησης» των Μνημονίων, αλλά και την ανάγκη εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα χτυπούν τα καρτέλ και τα ολιγοπώλια κι όχι τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τους Έλληνες παραγωγούς, επισημαίνει με ερώτησή του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης.

Πιο συγκεκριμένα, ο Δ. Παπαδημούλης στην ερώτησή του αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας (Δεκέμβριος 2014) για τις επιπτώσεις των πολιτικών της «εσωτερικής υποτίμησης» στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, στην οποία διαπιστώνεται ότι «λόγω των ολιγοπωλιακών δομών συγκεκριμένων αγορών και της μονοπωλιακής δύναμης των επιχειρήσεων, η πολιτική της “εσωτερικής υποτίμησης”, δεν οδήγησε σε ανάλογη μείωση των τιμών και αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας».

Παραθέτει μάλιστα και στοιχεία από την εν λόγω έρευνα, σημειώνοντας ότι «την περίοδο 2010-2013, παρά τη μείωση της τάξεως του 3.3% στο Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας, είχαμε αύξηση 2% στον Εναρμονισμένο Δείκτη Καταναλωτή και 3.3% στα περιθώρια κέρδους, για το σύνολο της οικονομίας, ενώ για τη Βιομηχανία, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 2.3%, το περιθώριο κέρδους κατά 10.2% και οι μισθοί μειώθηκαν κατά 6.9%»

Στη συνέχεια της ερώτησής του ο Έλληνας ευρωβουλευτής, αφού τονίζει ότι «οι μεγαλύτερες “ακαμψίες” στις τιμές και αντίστοιχα οι μεγαλύτερες μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων, παρουσιάζονται στις αγορές όπου δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και ελληνικοί όμιλοι επιχειρήσεων, όπως στα βιομηχανικά προϊόντα, στην εμπορία τροφίμων, στα βασικά είδη πρώτης ανάγκης», ζητά από την Κομισιόν να σχολιάσει τα συμπεράσματα της μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδας, καθώς επίσης, εάν θα βοηθήσει την ελληνική κυβέρνηση στην «υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα στοχεύουν στην ενδυνάμωση του υγιούς και ισότιμου ανταγωνισμού κι όχι στην αποδυνάμωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και παραγωγών, προς όφελος των καρτέλ και των ολιγοπωλίων».

Ακολουθεί η πλήρης ερώτηση:

Σε πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας διαπιστώνεται ότι λόγω των ολιγοπωλιακών δομών συγκεκριμένων αγορών και της μονοπωλιακής δύναμης των επιχειρήσεων, η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» δεν οδήγησε σε ανάλογη μείωση των τιμών και αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι την περίοδο 2010-2013, παρά τη μείωση της τάξης του 3.3% στο Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας, είχαμε αύξηση κατά 2% στον Εναρμονισμένο Δείκτη Καταναλωτή και 3.3% στα περιθώρια κέρδους, για το σύνολο της οικονομίας, ενώ για τη Βιομηχανία, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 2.3%, το περιθώριο κέρδους 10.2% και οι μισθοί μειώθηκαν κατά 6.9%. Με δεδομένο ότι οι μεγαλύτερες «ακαμψίες» στις τιμές και αντίστοιχα οι μεγαλύτερες μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων, παρουσιάζονται στις αγορές όπου δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και ελληνικοί όμιλοι επιχειρήσεων, όπως στα βιομηχανικά προϊόντα, στην εμπορία τροφίμων, στα βασικά είδη πρώτης ανάγκης, ερωτάται η Επιτροπή:

-Πώς κρίνει την, εκ των πραγμάτων, πλήρη αποτυχία της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης των δύο Προγραμμάτων Προσαρμογής που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα;

-Θα συμβάλλει θετικά στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης για υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που θα στοχεύουν στην ενδυνάμωση του υγιούς και ισότιμου ανταγωνισμού κι όχι στην αποδυνάμωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και παραγωγών, προς όφελος των καρτέλ και των ολιγοπωλίων;