ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΤΟ ΒΗΜΑ»
ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΗ
«Γινόμαστε μια χώρα της παρ’ ολίγον χρεοκοπίας»
«Μπορείς να πνιγείς και στα ρηχά» επισημαίνει ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ, τονίζει ότι το κόμμα του «παραπλήρωσε εκλογικό κόστος», ενώ κατηγορεί για «πολιτική μυωπία» τους εταίρους η οποία ευνόησε τον ΣΥΡΙΖΑ
Οι νεραντζιές ευωδιάζουν έξω από το νέο γραφείο του Ευάγγελου Βενιζέλου στο Κολωνάκι. Μέσα, σε ένα αστικό διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας του ‘60, η συγκυρία δεν επιτρέπει στην άνοιξη να εισβάλει από τα ανοιχτά παράθυρα. «Η μεγαλύτερη ανησυχία μου» εξομολογείται ο κ. Βενιζέλος «είναι ότι η χώρα διολισθαίνει, σέρνεται, υποβαθμίζεται, αποδυναμώνεται και οικονομικά και διαπραγματευτικά. Το άλλο μεγάλο ζήτημα που θεωρώ ότι δημιουργεί έναν βαθύ ιδεολογικό κίνδυνο για την ελληνική κοινωνία είναι ότι διαμορφώνεται σκόπιμα μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών που πείθεται ότι αρκεί να γλιτώνουμε τη χρεοκοπία, ότι αρκεί να βρίσκουμε κάθε δεκαπενθήμερο τα λεφτά για μισθούς και συντάξεις στο παρ’ ολίγον. Γινόμαστε μια χώρα της παρ’ ολίγον χρεοκοπίας».
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις του στη Βουλή συζητούνται πολύ. Μετά την εξαέρωση του ΠαΣοΚ στις εκλογές όποιος συζητούσε μαζί του τον άκουγε να μονολογεί απογοητευμένος: «Και πού μιλάω; Ποιος με ακούει εμένα...». Οταν όμως μπόρεσαν να γίνουν συγκρίσεις με τη νέα κυβέρνηση, για μια μερίδα ψηφοφόρων που είχαν εγκαταλείψει το ΠαΣοΚ τα λόγια του έπαψαν να πέφτουν στις πέτρες και στα αγκάθια. Παράλληλα βουλευτές της ΝΔ και του Ποταμιού άρχισαν να αναπαράγουν επιχειρήματα, ατάκες και ευφυολογήματα. Ο Αλέξης Τσίπρας τον αγνοεί επιδεικτικά στη Βουλή ανοίγοντας διάλογο μόνο με τον Σταύρο Θεοδωράκη, αλλά το ακροατήριό του αυξήθηκε – ασφαλώς η τάση δεν έγινε ξαφνικά πλειοψηφική, τα πρόσωπα του παλαιού συστήματος είναι αφόρητα φθαρμένα. Ο κ. Βενιζέλος, όμως, ηττημένος, σε αποδρομή από την αρχηγία του κόμματός του, δεν τριγυρνάει στα ερείπια του ΠαΣοΚ, χτίζει αναδρομικά και σε έναν βαθμό ακούσια νέο πολιτικό κεφάλαιο. Τα σενάρια έχουν φουντώσει για ενδεχόμενη παραμονή του στην αρχηγία του ΠαΣοΚ ή για έναν ευρύτερο ρόλο εντός ή εκτός Ελλάδας. Ο ίδιος αποκλείει να συνεχίσει να ηγείται του ΠαΣοΚ. «Τι να κάνω, δηλαδή; Να γίνω κοινοβουλευτικός βιρτουόζος;» διερωτάται.
«Λάθος ότι δεν υπάρχει κίνδυνος»
Ο κ. Βενιζέλος βλέπει μέσα από ένα πρίσμα απαισιοδοξίας την πολιτική κατάσταση και δεν πιστεύει ότι το κυβερνητικό κομφούζιο και η απειλή της χρεοκοπίας θα συμβάλουν στο να συνειδητοποιήσει η κοινωνία το βαθύτερο πρόβλημα της χώρας. «Αν λάβουμε σοβαρά υπόψη τις έρευνες της κοινής γνώμης, εξακολουθεί να υπάρχει μια μειούμενη αλλά πάντως πολύ υψηλή αποδοχή και σίγουρα ανοχή της κυβέρνησης, που πάει να πει ότι η κοινωνία εξακολουθεί να πιστεύει πως δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος. Είναι μια εσφαλμένη προσέγγιση, γιατί δυστυχώς είναι πολύ εύκολη η διολίσθηση από το 2015 στο 2009. Η εντύπωση ότι τώρα θα ήμασταν πιο ισχυροί διαπραγματευτικά είναι λογική, διότι είναι άλλο να έχεις μια χώρα με τεράστιο έλλειμμα και άλλο μια χώρα με έστω μικρό πρωτογενές πλεόνασμα. Μπορείς όμως να πνιγείς και στα ρηχά» επισημαίνει.
Από τον Ιούνιο του 2011 που χειρίστηκε κρίσιμα θέματα για τη χώρα επέλεξε τη γλώσσα της αλήθειας αλλά ρίχνει τις ευθύνες στον κόσμο που δεν άκουγε γιατί «δεν θέλει την αλήθεια». «Η σχέση δημοκρατίας και αλήθειας είναι δυσανάλογη και άδικη» προσθέτει. «Έχει αποδειχθεί πολλές φορές ότι ο κόσμος λέει “θέλω την αλήθεια, θέλω την ανατροπή” και τελικά ψηφίζει το ψέμα και την επιστροφή στο παρελθόν. Στις εκλογές ψήφισε κατά όλου του παλαιού πολιτικού συστήματος επιλέγοντας τον ΣΥΡΙΖΑ που επαγγελλόταν την επιστροφή στις παλιές πολιτικές πρακτικές. Δεν ήταν μια ψήφος νεωτεριστική και ριζοσπαστική, ήταν ψήφος βαθιά συντηρητική και οπισθοδρομική, μια ψήφος αγωνίας, ανασφάλειας, κόπωσης. Εν πάση περιπτώσει, ο λαός αποφασίζει κυρίαρχα για τη μοίρα του και μπορεί να αποφασίσει και καταστροφικά» λέει.
Αξιακή υποχώρηση της κοινωνίας
«Το πρόβλημα της Ελλάδας» συνεχίζει «είναι πολύ βαθύτερο απ’ ό,τι φαίνεται. Όταν έχεις μια κυβέρνηση με βασικό παράγοντα τους ΑΝΕΛ, με επιρροή όχι αντίστοιχη με το κοινοβουλευτικό του μέγεθος αλλά πολύ μεγαλύτερη, ιδεολογική, αξιακή, αισθητική, όταν έχεις μια κυβέρνηση η οποία προσχωρεί στον στείρο εθνικισμό, που προσπαθεί να ενεργοποιήσει προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60, βαθιά συντηρητικούς, πατριδοκαπηλικούς, όταν έχεις ανεύθυνες δηλώσεις του τύπου “ας δώσουμε το 30% του ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο για συνεκμετάλλευση” και δεν αντιδρούν η κοινωνία, η διανόηση, το επικοινωνιακό σύστημα με την ένταση που πρέπει, σημαίνει ότι υπάρχει μια βαθύτερη αξιακή υποχώρηση της κοινωνίας».
Ο κ. Βενιζέλος αποδέχθηκε την προσωπική του απόρριψη από το εκλογικό σώμα αλλά την απόρριψη του ΠαΣοΚ την προσεγγίζει ως συνέπεια της δημοκρατικής διαδικασίας. «Ο κόσμος μάς έδωσε ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό, δεν μας ανέθεσε βαρύτερο ρόλο. Όταν η κυβέρνηση λέει “έχουμε λαϊκή εντολή”, λέει αλήθεια, την είχαμε κι εμείς, αλλά τώρα την έχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει όμως μια βαθιά παρεξήγηση ανάμεσα σε αυτό που πιστεύουμε εμείς και σε αυτό που πιστεύει ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Εμείς θεωρούμε ότι αγωνιστήκαμε και προσφέραμε στον τόπο την αποφυγή της απόλυτης καταστροφής, της χρεοκοπίας, αλλά με μεγάλο κόστος. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης πιστεύει ότι η καταστροφή είναι αυτό που συνέβη, δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι δόθηκε τεράστιος αγώνας για να μην επέλθει η απόλυτη καταστροφή».
Δεν τον ενοχλεί που δεν αναγνωρίζεται αυτός ο αγώνας; «Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι “είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω”, αλλά ούτε αυτό μας αναγνωρίζουν. Εδώ μας ζητούν να χειροκροτήσουμε τον κ. Τσίπρα είτε για να καταστρέψει τη χώρα είτε για να την κάνει γυριστή χωρίς κόστος και, αν συμβεί οτιδήποτε κακό, είναι έτοιμοι να μας κατηγορήσουν ότι φταίμε εμείς που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ επειδή εμείς τους κάναμε να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ!». Εκείνος, πάντως, κατηγόρησε τους Γερμανούς ότι έφεραν στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ. «Εξ αντικειμένου και εξ αποτελέσματος η στάση των εταίρων ποιον βοήθησε πολιτικά; Προφανώς βοήθησε τον ΣΥΡΙΖΑ, διότι οι εταίροι θεωρούσαν ότι η αξιοπιστία, η δέσμευση, η πολιτική θεμελίωση μιας εταιρικής σχέσης προϋποθέτουν εκλογικό κόστος. Λοιπόν, παραπληρώσαμε εκλογικό κόστος και πράγματι η πολιτική μυωπία των εταίρων έχει ευνοήσει τη νέα πλειοψηφία, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς σε ένα πρόγραμμα στήριξης και ανασυγκρότησης μιας οικονομίας να μη λάβεις υπόψη σου πολιτικές παραμέτρους, δηλαδή πολιτικές αντοχές, συσχετισμούς και κοινωνικές αντοχές».
Ωστόσο παίρνει αποστάσεις από τη ρητορική του Αντώνη Σαμαρά. «Πιστωτικό γεγονός με τη διεθνή νομική έννοια του όρου δεν θα γίνει ποτέ» εξηγεί «διότι αυτό θα είχε ανεξέλεγκτες επιπτώσεις, ευρύτερες για την ευρωζώνη και τις ευρωπαϊκές αγορές χρήματος του κεφαλαίου. Δεν θα μας αναγκάσει κανείς να βγούμε από το ευρώ βεβαίως, θα μας βοηθήσουν να αποφύγουμε και το Grexit και το Graccident, αλλά η Ελλάδα θα παραμένει μια μαύρη τρύπα στο εσωτερικό τυπικά της ευρωζώνης αλλά ουσιαστικά εκτός του γίγνεσθαι της ευρωζώνης. Ανέτως μπορείς να έχεις εσωτερική στάση πληρωμών, χωρίς λεφτά για ανάπτυξη, για επενδύσεις, για νοσοκομεία, για σχολεία και να μην έχεις διεθνές πιστωτικό γεγονός» σημειώνει.
Ο εκβιασμός με Ρωσία και Κίνα
Δεν συντάσσεται βέβαια με την κυβέρνηση: «Εμείς είχαμε αγωνιστεί να αποσυνδέσουμε την οικονομική κρίση και τη δύσκολη και σκληρή διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας από τα εθνικά θέματα. Δεν επιτρέψαμε ποτέ κανέναν συσχετισμό με το Κυπριακό, με τα ελληνοτουρκικά, με το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με τα Σκόπια, με τις εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή με μια απροκάλυπτη, θα έλεγα, προβολή της αντίστροφης λογικής ότι προσέξτε, αν δεν κάνετε αποδεκτές τις δικές μας αντιλήψεις και προτάσεις, η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο. Οτι η Ελλάδα μπορεί να θέσει σε αμφιβολία τη συμμετοχή της όχι στην ευρωζώνη ή στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά στον ευρωατλαντικό πολιτικό και αμυντικό χώρο. Είναι αφελές και ανιστόρητο να πιστεύεις ότι προσφέρεις κάποια υπηρεσία στη Ρωσία ή στην Κίνα. Οι χώρες αυτές δεν κάνουν τέτοιους τυχοδιωκτικούς σχεδιασμούς».
Αρθρογράφοι στα διεθνή ΜΜΕ διατυπώνουν την άποψη ότι η κυβέρνηση έπειτα από δύο μήνες διαπραγμάτευσης κατάφερε να έχει απέναντί της όλους τους εταίρους της. Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ όμως πιστεύει ότι το μειονέκτημα της διαπραγμάτευσης είναι η απώλεια του ρυθμού και του πλαισίου που είχε διαμορφωθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. «Διερωτώμαι τι πείραζε τον κ. Τσίπρα να συνεχίσει εντός του προηγούμενου πλαισίου το οποίο προσέφερε ένα πολύ καλό χρονοδιάγραμμα. Είχε έναν μήνα για την ουσιαστική συζήτηση και μετά μπορούσε να πετύχει ως κυβέρνηση με νωπή εντολή την έξοδο από το Μνημόνιο, τη μετάβαση στην προληπτική Πιστωτική Γραμμή, μια πιο ισορροπημένη σχέση με το ΔΝΤ και σιγά-σιγά την προστατευμένη έξοδο στις αγορές. Αυτό θα ήταν η χειραφέτηση, η αλλαγή που θα εκτίνασσε την οικονομία» τονίζει.
Η απάντηση ενδεχομένως να βρίσκεται στην πρόθεση του κ. Τσίπρα να πετύχει ένα εναλλακτικό σχέδιο και να κυριαρχήσει πολιτικά καθώς στην αντιπολίτευση δεν υπάρχει αντίπαλος. «Η αίσθηση αυτάρκειας οδηγεί σε μια αίσθηση αυταρέσκειας και ασυλίας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε τεράστια λάθη. Η ύπαρξη μιας αντιπολίτευσης που λειτουργεί θεσμικά είναι ευεργετική, γιατί είναι το αντίβαρο, το καμπανάκι κινδύνου. Γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να υπογραμμίσουμε ότι το σύμπαν στο οποίο κινείται η κυβέρνηση δεν είναι το σύμπαν της πραγματικότητας της οικονομίας, είναι αυτό που έχει κατασκευάσει επικοινωνιακά και γλωσσικά. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει στρατηγική, δεν υπάρχει καθαρή γραμμή, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει ούτε πίσω ούτε μπρος. Επαναλαμβάνει την ίδια επιχειρηματολογία επί 11 εβδομάδες και ξοδεύει κάθε εβδομάδα περισσότερη ενέργεια για να κερδίσει μία ακόμη εβδομάδα».
Ο Πρωθυπουργός διαβεβαιώνει ότι δεν επιδιώκει ρήξη με τους δανειστές, είναι φανερό όμως ότι η κυβέρνησή του επιχειρεί ρήξη με το προηγούμενο σύστημα και τους κανόνες του. «Αυτό είναι το δόγμα που κυριαρχεί στις ομιλίες του κ. Τσίπρα» σχολιάζει ο κ. Βενιζέλος. «Μιλάει για καθεστωτική αλλαγή, θεωρεί ότι υπήρχε ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς – προφανώς η χούντα του Μνημονίου – και τώρα έχουμε για πρώτη φορά αποκατάσταση της δημοκρατίας. Λέγονται πράγματα προσβλητικά για πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού. Εμείς από το 2012 ως το 2015 κινηθήκαμε στη βάση της εντολής του λαού, με πλειοψηφία αρχικά 48%, ενώ τώρα το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι 41%. Γιατί αυτή η πλειοψηφία είναι διαφορετικής ποιότητας από την προηγούμενη; Οταν αξιολογείς με έναν αυθαίρετο ποιοτικό δείκτη τη δημοκρατική ποιότητα των εκλογικών αποτελεσμάτων, εισάγεις τον σπόρο μιας αντιδημοκρατικής αντίληψης».
Η Εξεταστική και η περίοδος 2004-2009
«Ο κ. Τσίπρας προστάτευσε τη Δεξιά»
Ο κ. Βενιζέλος επισημαίνει ιδιαιτέρως το «βαθιά νοσηρό κλίμα που υπάρχει στο Κοινοβούλιο» αποφεύγοντας να αναφερθεί προσωπικά στη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Δεν μασάει όμως τα λόγια του για την Εξεταστική Επιτροπή για το Μνημόνιο. «Νομίζω ότι υπερεξετέθη ο κ. Τσίπρας επιδιώκοντας να προστατεύσει την περίοδο 2004-2009, διότι προφανώς έχει κάνει την επιλογή να εμφανίσει ένα μέρος της ελληνικής Δεξιάς, ανεξαρτήτως των δικών της επιδιώξεων, ως συνεταίρο του πολιτικό, ως πυλώνα της πλειοψηφίας του. Αυτό του το προσέφερε σε μεγάλο βαθμό ο κ. Καμμένος από την πλευρά της εθνικιστικής υπερσυντηρητικής Δεξιάς, αλλά του το προσφέρουν και άλλοι με τον δικό τους τρόπο, με αντάλλαγμα προφανώς μια “ασυλία”, δηλαδή μια συμπεριφορά που τους αφήνει εκτός πάσης κριτικής και εκτός πάσης φθοράς». Εκτιμά ότι μπορεί να επιστρέψει στο προσκήνιο ο Κώστας Καραμανλής σε ένα σενάριο καταστροφής; «Σίγουρα δεν ετοιμάζει ο κ. Τσίπρας μια λύση στη Δεξιά για να σώσει τη χώρα από την καταστροφή που ο ίδιος θα έχει προκαλέσει. Προφανώς θέλει να χρησιμοποιήσει αυτό το τμήμα της Δεξιάς και την αίσθηση ηγεμονίας και σύμπλευσης για να παρατείνει την εξουσία του. Μα νομίζω ότι, αν ψάχνουμε να βρούμε τι επιδιώκει η κυβέρνηση, δεν επιδιώκει τίποτα το συγκεκριμένο παρά μόνο να διασφαλίσει την παραμονή της στην εξουσία. Είναι ένα φαινόμενο εξουσιαστικού νεοπλουτισμού, ο οποίος μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνος, γιατί δεν αναφέρεται σε παραδόσεις, σε κανόνες, σε τρόπους του φέρεσθαι. Υπάρχει αλλαγή του υποδείγματος του πολιτικού πολιτισμού».
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΤΟ ΒΗΜΑ»
ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΗ
«Γινόμαστε μια χώρα της παρ’ ολίγον χρεοκοπίας»
«Μπορείς να πνιγείς και στα ρηχά» επισημαίνει ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ, τονίζει ότι το κόμμα του «παραπλήρωσε εκλογικό κόστος», ενώ κατηγορεί για «πολιτική μυωπία» τους εταίρους η οποία ευνόησε τον ΣΥΡΙΖΑ
Οι νεραντζιές ευωδιάζουν έξω από το νέο γραφείο του Ευάγγελου Βενιζέλου στο Κολωνάκι. Μέσα, σε ένα αστικό διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας του ‘60, η συγκυρία δεν επιτρέπει στην άνοιξη να εισβάλει από τα ανοιχτά παράθυρα. «Η μεγαλύτερη ανησυχία μου» εξομολογείται ο κ. Βενιζέλος «είναι ότι η χώρα διολισθαίνει, σέρνεται, υποβαθμίζεται, αποδυναμώνεται και οικονομικά και διαπραγματευτικά. Το άλλο μεγάλο ζήτημα που θεωρώ ότι δημιουργεί έναν βαθύ ιδεολογικό κίνδυνο για την ελληνική κοινωνία είναι ότι διαμορφώνεται σκόπιμα μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών που πείθεται ότι αρκεί να γλιτώνουμε τη χρεοκοπία, ότι αρκεί να βρίσκουμε κάθε δεκαπενθήμερο τα λεφτά για μισθούς και συντάξεις στο παρ’ ολίγον. Γινόμαστε μια χώρα της παρ’ ολίγον χρεοκοπίας».
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις του στη Βουλή συζητούνται πολύ. Μετά την εξαέρωση του ΠαΣοΚ στις εκλογές όποιος συζητούσε μαζί του τον άκουγε να μονολογεί απογοητευμένος: «Και πού μιλάω; Ποιος με ακούει εμένα...». Οταν όμως μπόρεσαν να γίνουν συγκρίσεις με τη νέα κυβέρνηση, για μια μερίδα ψηφοφόρων που είχαν εγκαταλείψει το ΠαΣοΚ τα λόγια του έπαψαν να πέφτουν στις πέτρες και στα αγκάθια. Παράλληλα βουλευτές της ΝΔ και του Ποταμιού άρχισαν να αναπαράγουν επιχειρήματα, ατάκες και ευφυολογήματα. Ο Αλέξης Τσίπρας τον αγνοεί επιδεικτικά στη Βουλή ανοίγοντας διάλογο μόνο με τον Σταύρο Θεοδωράκη, αλλά το ακροατήριό του αυξήθηκε – ασφαλώς η τάση δεν έγινε ξαφνικά πλειοψηφική, τα πρόσωπα του παλαιού συστήματος είναι αφόρητα φθαρμένα. Ο κ. Βενιζέλος, όμως, ηττημένος, σε αποδρομή από την αρχηγία του κόμματός του, δεν τριγυρνάει στα ερείπια του ΠαΣοΚ, χτίζει αναδρομικά και σε έναν βαθμό ακούσια νέο πολιτικό κεφάλαιο. Τα σενάρια έχουν φουντώσει για ενδεχόμενη παραμονή του στην αρχηγία του ΠαΣοΚ ή για έναν ευρύτερο ρόλο εντός ή εκτός Ελλάδας. Ο ίδιος αποκλείει να συνεχίσει να ηγείται του ΠαΣοΚ. «Τι να κάνω, δηλαδή; Να γίνω κοινοβουλευτικός βιρτουόζος;» διερωτάται.
«Λάθος ότι δεν υπάρχει κίνδυνος»
Ο κ. Βενιζέλος βλέπει μέσα από ένα πρίσμα απαισιοδοξίας την πολιτική κατάσταση και δεν πιστεύει ότι το κυβερνητικό κομφούζιο και η απειλή της χρεοκοπίας θα συμβάλουν στο να συνειδητοποιήσει η κοινωνία το βαθύτερο πρόβλημα της χώρας. «Αν λάβουμε σοβαρά υπόψη τις έρευνες της κοινής γνώμης, εξακολουθεί να υπάρχει μια μειούμενη αλλά πάντως πολύ υψηλή αποδοχή και σίγουρα ανοχή της κυβέρνησης, που πάει να πει ότι η κοινωνία εξακολουθεί να πιστεύει πως δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος. Είναι μια εσφαλμένη προσέγγιση, γιατί δυστυχώς είναι πολύ εύκολη η διολίσθηση από το 2015 στο 2009. Η εντύπωση ότι τώρα θα ήμασταν πιο ισχυροί διαπραγματευτικά είναι λογική, διότι είναι άλλο να έχεις μια χώρα με τεράστιο έλλειμμα και άλλο μια χώρα με έστω μικρό πρωτογενές πλεόνασμα. Μπορείς όμως να πνιγείς και στα ρηχά» επισημαίνει.
Από τον Ιούνιο του 2011 που χειρίστηκε κρίσιμα θέματα για τη χώρα επέλεξε τη γλώσσα της αλήθειας αλλά ρίχνει τις ευθύνες στον κόσμο που δεν άκουγε γιατί «δεν θέλει την αλήθεια». «Η σχέση δημοκρατίας και αλήθειας είναι δυσανάλογη και άδικη» προσθέτει. «Έχει αποδειχθεί πολλές φορές ότι ο κόσμος λέει “θέλω την αλήθεια, θέλω την ανατροπή” και τελικά ψηφίζει το ψέμα και την επιστροφή στο παρελθόν. Στις εκλογές ψήφισε κατά όλου του παλαιού πολιτικού συστήματος επιλέγοντας τον ΣΥΡΙΖΑ που επαγγελλόταν την επιστροφή στις παλιές πολιτικές πρακτικές. Δεν ήταν μια ψήφος νεωτεριστική και ριζοσπαστική, ήταν ψήφος βαθιά συντηρητική και οπισθοδρομική, μια ψήφος αγωνίας, ανασφάλειας, κόπωσης. Εν πάση περιπτώσει, ο λαός αποφασίζει κυρίαρχα για τη μοίρα του και μπορεί να αποφασίσει και καταστροφικά» λέει.
Αξιακή υποχώρηση της κοινωνίας
«Το πρόβλημα της Ελλάδας» συνεχίζει «είναι πολύ βαθύτερο απ’ ό,τι φαίνεται. Όταν έχεις μια κυβέρνηση με βασικό παράγοντα τους ΑΝΕΛ, με επιρροή όχι αντίστοιχη με το κοινοβουλευτικό του μέγεθος αλλά πολύ μεγαλύτερη, ιδεολογική, αξιακή, αισθητική, όταν έχεις μια κυβέρνηση η οποία προσχωρεί στον στείρο εθνικισμό, που προσπαθεί να ενεργοποιήσει προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60, βαθιά συντηρητικούς, πατριδοκαπηλικούς, όταν έχεις ανεύθυνες δηλώσεις του τύπου “ας δώσουμε το 30% του ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο για συνεκμετάλλευση” και δεν αντιδρούν η κοινωνία, η διανόηση, το επικοινωνιακό σύστημα με την ένταση που πρέπει, σημαίνει ότι υπάρχει μια βαθύτερη αξιακή υποχώρηση της κοινωνίας».
Ο κ. Βενιζέλος αποδέχθηκε την προσωπική του απόρριψη από το εκλογικό σώμα αλλά την απόρριψη του ΠαΣοΚ την προσεγγίζει ως συνέπεια της δημοκρατικής διαδικασίας. «Ο κόσμος μάς έδωσε ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό, δεν μας ανέθεσε βαρύτερο ρόλο. Όταν η κυβέρνηση λέει “έχουμε λαϊκή εντολή”, λέει αλήθεια, την είχαμε κι εμείς, αλλά τώρα την έχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει όμως μια βαθιά παρεξήγηση ανάμεσα σε αυτό που πιστεύουμε εμείς και σε αυτό που πιστεύει ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Εμείς θεωρούμε ότι αγωνιστήκαμε και προσφέραμε στον τόπο την αποφυγή της απόλυτης καταστροφής, της χρεοκοπίας, αλλά με μεγάλο κόστος. Η πλειοψηφία της κοινής γνώμης πιστεύει ότι η καταστροφή είναι αυτό που συνέβη, δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι δόθηκε τεράστιος αγώνας για να μην επέλθει η απόλυτη καταστροφή».
Δεν τον ενοχλεί που δεν αναγνωρίζεται αυτός ο αγώνας; «Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι “είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω”, αλλά ούτε αυτό μας αναγνωρίζουν. Εδώ μας ζητούν να χειροκροτήσουμε τον κ. Τσίπρα είτε για να καταστρέψει τη χώρα είτε για να την κάνει γυριστή χωρίς κόστος και, αν συμβεί οτιδήποτε κακό, είναι έτοιμοι να μας κατηγορήσουν ότι φταίμε εμείς που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ επειδή εμείς τους κάναμε να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ!». Εκείνος, πάντως, κατηγόρησε τους Γερμανούς ότι έφεραν στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ. «Εξ αντικειμένου και εξ αποτελέσματος η στάση των εταίρων ποιον βοήθησε πολιτικά; Προφανώς βοήθησε τον ΣΥΡΙΖΑ, διότι οι εταίροι θεωρούσαν ότι η αξιοπιστία, η δέσμευση, η πολιτική θεμελίωση μιας εταιρικής σχέσης προϋποθέτουν εκλογικό κόστος. Λοιπόν, παραπληρώσαμε εκλογικό κόστος και πράγματι η πολιτική μυωπία των εταίρων έχει ευνοήσει τη νέα πλειοψηφία, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς σε ένα πρόγραμμα στήριξης και ανασυγκρότησης μιας οικονομίας να μη λάβεις υπόψη σου πολιτικές παραμέτρους, δηλαδή πολιτικές αντοχές, συσχετισμούς και κοινωνικές αντοχές».
Ωστόσο παίρνει αποστάσεις από τη ρητορική του Αντώνη Σαμαρά. «Πιστωτικό γεγονός με τη διεθνή νομική έννοια του όρου δεν θα γίνει ποτέ» εξηγεί «διότι αυτό θα είχε ανεξέλεγκτες επιπτώσεις, ευρύτερες για την ευρωζώνη και τις ευρωπαϊκές αγορές χρήματος του κεφαλαίου. Δεν θα μας αναγκάσει κανείς να βγούμε από το ευρώ βεβαίως, θα μας βοηθήσουν να αποφύγουμε και το Grexit και το Graccident, αλλά η Ελλάδα θα παραμένει μια μαύρη τρύπα στο εσωτερικό τυπικά της ευρωζώνης αλλά ουσιαστικά εκτός του γίγνεσθαι της ευρωζώνης. Ανέτως μπορείς να έχεις εσωτερική στάση πληρωμών, χωρίς λεφτά για ανάπτυξη, για επενδύσεις, για νοσοκομεία, για σχολεία και να μην έχεις διεθνές πιστωτικό γεγονός» σημειώνει.
Ο εκβιασμός με Ρωσία και Κίνα
Δεν συντάσσεται βέβαια με την κυβέρνηση: «Εμείς είχαμε αγωνιστεί να αποσυνδέσουμε την οικονομική κρίση και τη δύσκολη και σκληρή διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας από τα εθνικά θέματα. Δεν επιτρέψαμε ποτέ κανέναν συσχετισμό με το Κυπριακό, με τα ελληνοτουρκικά, με το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, με τα Σκόπια, με τις εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή με μια απροκάλυπτη, θα έλεγα, προβολή της αντίστροφης λογικής ότι προσέξτε, αν δεν κάνετε αποδεκτές τις δικές μας αντιλήψεις και προτάσεις, η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο. Οτι η Ελλάδα μπορεί να θέσει σε αμφιβολία τη συμμετοχή της όχι στην ευρωζώνη ή στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά στον ευρωατλαντικό πολιτικό και αμυντικό χώρο. Είναι αφελές και ανιστόρητο να πιστεύεις ότι προσφέρεις κάποια υπηρεσία στη Ρωσία ή στην Κίνα. Οι χώρες αυτές δεν κάνουν τέτοιους τυχοδιωκτικούς σχεδιασμούς».
Αρθρογράφοι στα διεθνή ΜΜΕ διατυπώνουν την άποψη ότι η κυβέρνηση έπειτα από δύο μήνες διαπραγμάτευσης κατάφερε να έχει απέναντί της όλους τους εταίρους της. Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ όμως πιστεύει ότι το μειονέκτημα της διαπραγμάτευσης είναι η απώλεια του ρυθμού και του πλαισίου που είχε διαμορφωθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση. «Διερωτώμαι τι πείραζε τον κ. Τσίπρα να συνεχίσει εντός του προηγούμενου πλαισίου το οποίο προσέφερε ένα πολύ καλό χρονοδιάγραμμα. Είχε έναν μήνα για την ουσιαστική συζήτηση και μετά μπορούσε να πετύχει ως κυβέρνηση με νωπή εντολή την έξοδο από το Μνημόνιο, τη μετάβαση στην προληπτική Πιστωτική Γραμμή, μια πιο ισορροπημένη σχέση με το ΔΝΤ και σιγά-σιγά την προστατευμένη έξοδο στις αγορές. Αυτό θα ήταν η χειραφέτηση, η αλλαγή που θα εκτίνασσε την οικονομία» τονίζει.
Η απάντηση ενδεχομένως να βρίσκεται στην πρόθεση του κ. Τσίπρα να πετύχει ένα εναλλακτικό σχέδιο και να κυριαρχήσει πολιτικά καθώς στην αντιπολίτευση δεν υπάρχει αντίπαλος. «Η αίσθηση αυτάρκειας οδηγεί σε μια αίσθηση αυταρέσκειας και ασυλίας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε τεράστια λάθη. Η ύπαρξη μιας αντιπολίτευσης που λειτουργεί θεσμικά είναι ευεργετική, γιατί είναι το αντίβαρο, το καμπανάκι κινδύνου. Γι’ αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία να υπογραμμίσουμε ότι το σύμπαν στο οποίο κινείται η κυβέρνηση δεν είναι το σύμπαν της πραγματικότητας της οικονομίας, είναι αυτό που έχει κατασκευάσει επικοινωνιακά και γλωσσικά. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει στρατηγική, δεν υπάρχει καθαρή γραμμή, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει ούτε πίσω ούτε μπρος. Επαναλαμβάνει την ίδια επιχειρηματολογία επί 11 εβδομάδες και ξοδεύει κάθε εβδομάδα περισσότερη ενέργεια για να κερδίσει μία ακόμη εβδομάδα».
Ο Πρωθυπουργός διαβεβαιώνει ότι δεν επιδιώκει ρήξη με τους δανειστές, είναι φανερό όμως ότι η κυβέρνησή του επιχειρεί ρήξη με το προηγούμενο σύστημα και τους κανόνες του. «Αυτό είναι το δόγμα που κυριαρχεί στις ομιλίες του κ. Τσίπρα» σχολιάζει ο κ. Βενιζέλος. «Μιλάει για καθεστωτική αλλαγή, θεωρεί ότι υπήρχε ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς – προφανώς η χούντα του Μνημονίου – και τώρα έχουμε για πρώτη φορά αποκατάσταση της δημοκρατίας. Λέγονται πράγματα προσβλητικά για πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού. Εμείς από το 2012 ως το 2015 κινηθήκαμε στη βάση της εντολής του λαού, με πλειοψηφία αρχικά 48%, ενώ τώρα το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι 41%. Γιατί αυτή η πλειοψηφία είναι διαφορετικής ποιότητας από την προηγούμενη; Οταν αξιολογείς με έναν αυθαίρετο ποιοτικό δείκτη τη δημοκρατική ποιότητα των εκλογικών αποτελεσμάτων, εισάγεις τον σπόρο μιας αντιδημοκρατικής αντίληψης».
Η Εξεταστική και η περίοδος 2004-2009
«Ο κ. Τσίπρας προστάτευσε τη Δεξιά»
Ο κ. Βενιζέλος επισημαίνει ιδιαιτέρως το «βαθιά νοσηρό κλίμα που υπάρχει στο Κοινοβούλιο» αποφεύγοντας να αναφερθεί προσωπικά στη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Δεν μασάει όμως τα λόγια του για την Εξεταστική Επιτροπή για το Μνημόνιο. «Νομίζω ότι υπερεξετέθη ο κ. Τσίπρας επιδιώκοντας να προστατεύσει την περίοδο 2004-2009, διότι προφανώς έχει κάνει την επιλογή να εμφανίσει ένα μέρος της ελληνικής Δεξιάς, ανεξαρτήτως των δικών της επιδιώξεων, ως συνεταίρο του πολιτικό, ως πυλώνα της πλειοψηφίας του. Αυτό του το προσέφερε σε μεγάλο βαθμό ο κ. Καμμένος από την πλευρά της εθνικιστικής υπερσυντηρητικής Δεξιάς, αλλά του το προσφέρουν και άλλοι με τον δικό τους τρόπο, με αντάλλαγμα προφανώς μια “ασυλία”, δηλαδή μια συμπεριφορά που τους αφήνει εκτός πάσης κριτικής και εκτός πάσης φθοράς». Εκτιμά ότι μπορεί να επιστρέψει στο προσκήνιο ο Κώστας Καραμανλής σε ένα σενάριο καταστροφής; «Σίγουρα δεν ετοιμάζει ο κ. Τσίπρας μια λύση στη Δεξιά για να σώσει τη χώρα από την καταστροφή που ο ίδιος θα έχει προκαλέσει. Προφανώς θέλει να χρησιμοποιήσει αυτό το τμήμα της Δεξιάς και την αίσθηση ηγεμονίας και σύμπλευσης για να παρατείνει την εξουσία του. Μα νομίζω ότι, αν ψάχνουμε να βρούμε τι επιδιώκει η κυβέρνηση, δεν επιδιώκει τίποτα το συγκεκριμένο παρά μόνο να διασφαλίσει την παραμονή της στην εξουσία. Είναι ένα φαινόμενο εξουσιαστικού νεοπλουτισμού, ο οποίος μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνος, γιατί δεν αναφέρεται σε παραδόσεις, σε κανόνες, σε τρόπους του φέρεσθαι. Υπάρχει αλλαγή του υποδείγματος του πολιτικού πολιτισμού».