Δήλωση Ευκλείδη
Τσακαλώτου,
Βουλευτή Β’ Αθήνας
και Υπεύθυνου ΕΕΚΕ Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ,
σχετικά με τη
διαπραγμάτευση Κυβέρνησης – Τρόικας για τις τράπεζες
Τις
τελευταίες μέρες φάνηκε ότι το επίδικο της διαπραγμάτευσης με την Τρόικα δεν
ήταν τόσο οι «διαρθρωτικές αλλαγές» , όσο οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών.
Οι διαφωνίες μπορεί να εντοπίζονται στο ύψος
του ποσού που θα απαιτηθεί, η ουσία όμως είναι άλλη. Απ’ ό,τι φαίνεται
ένα τμήμα των πιστωτών μας δεν θα ήθελε να δει ούτε την Ελλάδα να ξαναβγαίνει
στις αγορές ούτε να έχει «καβάτζα» κάποια ποσά από τα χρήματα που δόθηκαν για
την ανακεφαλαιοποίηση, έτσι ώστε να μπορούν να ασκούν τη μέγιστη δυνατή πίεση
για την εφαρμογή του υφιστάμενου Μνημονίου και όσων θα ακολουθήσουν.
Εδώ
και καιρό ήταν γνωστό ότι η ανακεφαλαιοποίηση δεν θα αποκαθιστούσε τη
ρευστότητα προς την πραγματική οικονομία. Επιπλέον, η ένταση της ύφεσης λόγω
της πολιτικής του Μνημονίου και η αύξηση των «κόκκινων» δανείων, επιδείνωσαν
ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Έτσι, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών
αποδείχτηκε ανεπαρκής, παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις των αξιωματούχων
κυβέρνησης και Τράπεζας της Ελλάδος.
Ένα,
εξίσου σημαντικό, στοιχείο είναι ότι για την στήριξη των τραπεζών, η ελληνική
κοινωνία επωμίστηκε χρέος σχεδόν 50 δις ευρώ, χωρίς μάλιστα να έχει κανέναν
έλεγχο για τη διαχείριση αυτού του ποσού. Όπου κι αν καταλήξουν οι
συζητήσεις για το απαιτούμενο ποσό – αν
θα είναι €6 δις ή παραπάνω - το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να
διαπραγματευτεί τους όρους της νέας ανακεφαλαιοποίησης.
Ο
ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στη θέση του να τεθούν οι τράπεζες υπό δημόσιο και κοινωνικό
έλεγχο, με αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας στο οποίο ανήκει η συντριπτική πλειονότητα των μετοχών. Επιπλέον,
πρέπει να γίνει μια συνολική ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων με βάση την Πρόταση
Νόμου που έχει καταθέσει. Για να σπάσει,
όμως, ο φαύλος κύκλος δημοσιονομικών – τραπεζικών κρίσεων, απαιτείται μια
συνολική αλλαγή πολιτικής που θα θέσει ένα τέλος στη λιτότητα.
6/3/2014
TO ΓΡΤΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ