ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ
ΣΤΗΝ Κ. Ο. ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
Δευτέρα 12/2/2018
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η κοινοβουλευτική μας ομάδα συνεδριάζει σήμερα εν μέσω, θα έλεγα, καταιγιστικών πολιτικών εξελίξεων. Ζούμε στιγμές στις οποίες δοκιμάζεται η ευθύνη, η δημοκρατική συνέπεια, η συνταγματική αφοσίωση, το θάρρος και η πολιτική αποφασιστικότητα όλων μας. Και οι εξελίξεις αυτές μπορεί να μην αφορούν άμεσα την οικονομία –ίσως για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια οι καταιγιστικές εξελίξεις να μην αφορούν άμεσα την οικονομία και την τραγική περιπέτεια που βιώνει η χώρα εδώ και 8 χρόνια, αλλά θα έλεγα αφορούν τις αιτίες της περιπέτειας αυτής. Αφορούν τις ευθύνες του παλιού πολιτικού συστήματος για τη χρεοκοπία της χώρας.
Γιατί, μην γελιόμαστε. Η χώρα κατέληξε εκεί που κατέληξε όχι μόνο εξαιτίας των χρόνιων στρεβλώσεων του αναπτυξιακού και διοικητικού της μοντέλου, ούτε αποκλειστικά εξαιτίας των λαθών και της ταξικής μονομέρειας εκείνων έξω από τη χώρα, που σχεδίασαν και επέβαλαν τα μνημόνια. Η χώρα κατέληξε στη χρεοκοπία και εξαιτίας των πρακτικών διασπάθισης δημόσιου χρήματος αλλά και μιας εκτεταμένης πολιτικής κουλτούρας ανοχής στη διαφθορά που επικρατούσε για χρόνια, εντός της χώρας. Κατέληξε εκεί που κατέληξε εξαιτίας και της ηθικής παρακμής και του εκφυλισμού ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος που, απ΄ ότι φάνηκε δεν ορρωδούσε προ ουδενός προκειμένου να αναπαράξει τον εαυτό του σε βάρος της κοινωνίας και σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
Τα ζήσαμε όλα αυτά και τα ξέρουμε. Γνωρίζουμε το θράσος, τη χυδαιότητα, την ιδιοτέλεια, τις μεθόδους μαφίας, την μετατροπή τραπεζικών λογαριασμών σε αριθμούς κινητών τηλεφώνων, σε συνδυασμό και με μια αφόρητη δημαγωγία κάθε φορά που κάποιος πιάνονταν στα πράσα. Μια δημαγωγία που δεν δίσταζε να επαναλαμβάνει σε όλες τις υποθέσεις τον εαυτό της, και να παρουσιάζει τους διεφθαρμένους και τους άρπαγες δημοσίου χρήματος, ως θύματα πολιτικών διώξεων. Δεν υπήρξε ούτε μία περίπτωση αποκάλυψης σκανδάλων που να μην έπαιξε η ίδια γνωστή κασέτα περί πολιτικής δίωξης. Και σήμερα δυστυχώς πάλι τα ίδια βλέπουμε. Τα ίδια τετριμμένα, τοξικά, ανήθικα, υπονομευτικά. Μόνο που είναι άλλο η πολιτική εκτίμηση, άλλο η πιθανολόγηση και η εικασία, και άλλο να βρισκόμαστε ενώπιον συγκεκριμένων καταγγελιών. Που παίρνουν μάλιστα τη μορφή μιας ογκώδους δικογραφίας.
Πιστεύω λοιπόν ότι η ευθύνη μας, η δική μας ευθύνη, ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ως κυβέρνηση που έχει εντολή όχι μόνο να σταματήσει αυτό το πάρτι της διασπάθισης δημόσιου χρήματος, αλλά και να ρίξει φως σε όσα γίνανε και οδήγησαν τη χωρά στα βράχια, η ευθύνη μας είναι πολύ μεγάλη. Για την Αριστερά και τους ηθικούς της κώδικες, αλλά και για κάθε δημοκρατική πολιτική δύναμη, για κάθε Έλληνα που κατανοεί τον πατριωτισμό ως καθημερινή αρετή, είναι τεράστια η ευθύνη ώστε να συνδράμει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη απέναντι στους θεσμούς, τη δικαιοσύνη και την πολιτική. Και θέλω εδώ να είμαι σαφής.
Δεν είναι μόνο ηθικής σημασίας ζήτημα, αν και δεν το υποτιμώ καθόλου αυτό. Ωστόσο, είναι και ζήτημα που αφορά το ίδιο το αύριο της χώρας. Γιατί δεν υπάρχει αύριο για την ανάπτυξη, δεν υπάρχει αύριο για την κοινωνία, για τη Δημοκρατία, για τη χώρα, αν δεν καταφέρουμε να ξεμπερδέψουμε με τις παθογένειες που κληρονόμησε το καθεστώς της διαπλοκής, της διαφθοράς και της ιδιοτέλειας, γι’ αυτό χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ σεβασμός στο νόμο, απαρέγκλιτη τήρηση των διαδικασιών και των κανόνων, και, πάνω από όλα, χρειάζεται νηφαλιότητα, ψυχραιμία και απόλυτη προσήλωση στην ανακάλυψη και αποκάλυψη της αλήθειας. Τίποτε κρυφό, τίποτε κάτω από το χαλί.
Από την άλλη μεριά όμως χωρίς υπερβολές, χωρίς κυνήγι μαγισσών, χωρίς λαϊκά δικαστήρια. Αλλά με θάρρος και συναίσθηση όχι μόνο της κοινωνικής αλλά και της εθνικής θα έλεγα ευθύνης. Είναι ξένη και εχθρική προς την Αριστερά η επιδίωξη να πάρουμε κάποιου είδους ρεβάνς. Είναι ξένος και εχθρικός ο πολιτικός στόχος να εξοντώσουμε πολιτικούς αντιπάλους. Αυτές τις μεθόδους των πολιτικών μας αντιπάλων τις πληρώσαμε πολύ ακριβά στο παρελθόν κι εμείς και η Ελλάδα. Και στα τρία χρόνια της δικής μας διακυβέρνησης έχει αποδειχτεί ότι άλλοι είναι εκείνοι που καταφεύγουν σε μεθόδους σπίλωσης, διασυρμού, συκοφαντίας, με τη βοήθεια ενός συνεχούς βομβαρδισμοί της κοινής γνώμης με τα λεγόμενα faκe news. Δικός μας στόχος μας δεν είναι άλλος από την αλήθεια, την αποκάλυψη της αλήθειας και μόνο της αλήθειας. Μόνο έτσι θα αποκαταστήσουμε την πληγείσα εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα. Μόνο έτσι θα αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν και θα οικοδομήσουμε μια νέα σχέση ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτική. Και μόνο έτσι θα δώσουμε ένα διαφορετικό παράδειγμα, πολιτικό και κοινωνικό. Μόνο έτσι μπορεί να έχει μέλλον η Δημοκρατία.
Γι’ αυτό ας το έχουν όλοι υπόψη:
Δεν πρόκειται να αγνοήσουμε τον βασικό κανόνα που διέπει το δικαιικό μας σύστημα, ότι η ενοχή όλων των υπόπτων και κατηγορούμενων προϋποθέτει την απόδειξή της από τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της. Δεν πρόκειται όμως και από την άλλη, στο όνομα αυτής της αρχής, να κουκουλώσουμε πρόσωπα και πράγματα. Να εμποδίσουμε το έργο της δικαιοσύνης. Και σε τελική ανάλυση δεν πρόκειται και να τρομάξουμε από τις κραυγές των πολιτικών μας αντιπάλων. Δεν πρόκειται να συγκαλύψουμε, να σιωπήσουμε, να κουκουλώσουμε. Δεν θα υπολογίσουμε απειλές και εκβιασμούς. Δεν θα υποκύψουμε στην ισχύ των οικονομικών συμφερόντων που έχουμε απέναντι μας.
Γιατί εμείς αν θέλετε έχουμε πιο δυνατούς συμμάχους. Δεν έχουμε τα οικονομικά συμφέροντα, αλλά έχουμε πολύ πιο δυνατούς συμμάχους. Την αρετή, την αλήθεια και την απαίτηση της κοινωνίας να γνωρίζει. Με αυτούς τους συμμάχους πορευτήκαμε όλα αυτά τα χρόνια και με αυτούς θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε. Όσο και αν κάποιοι επιμένουν να μιλούν για σκευωρίες και στημένες κατηγορίες. Όσο και αν κάποιοι επιμένουν να προσβάλλουν την ίδια τη δικαιοσύνη και τους εισαγγελικούς λειτουργούς. Όσο και αν κάποιοι επιμένουν απαξιωτικά να μιλούν για κουκουλοφόρους μάρτυρες, εμείς δεν θα υποχωρήσουμε από τη δέσμευση μας να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Δεν θα κάνουμε ούτε ένα βήμα πίσω από τη δέσμευση αυτή. Και πιστέψτε με σε αυτή την προσπάθεια θα έχουμε δίπλα μας ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Είναι άλλωστε –και δε το ξεχνάμε αυτό- και αυτός ένας από τους λόγους που μας εμπιστεύτηκε πριν από τρία χρόνια. Επειδή είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να δικαιώσουμε τις θυσίες της. Θυσίες τεράστιες, που έγιναν ακόμη μεγαλύτερες, επειδή κάποιοι αποφάσισαν να πλουτίσουν στις πλάτες του ελληνικού λαού. Γιατί αν τα χρόνια της ευημερίας η απαξία της κατάχρησης ήταν τεράστια, στα χρόνια του μνημονίου η κατάχρηση εξουσίας και η διασπάθιση δημόσιου χρήματος παίρνει τις διαστάσεις ύβρεως. Ύβρις απέναντι στο λαό, ύβρις απέναντι στις θυσίες του, ύβρις απέναντι στην πατρίδα. Ύβρις απέναντι σε κάθε πολίτη που είδε τα μνημόνια να ρημάζουν τη ζωή του και τη ζωή των παιδιών του.
Και εδώ πρέπει όλοι να σταθούμε και να αναλογιστούμε: Πόση ζημιά αλήθεια προξένησαν οι πρακτικές της διαφθοράς στην κοινωνική πλειοψηφία και στην εθνική οικονομία; Και δεν μιλάω μόνο για την καταρράκωση της εμπιστοσύνης, την υπονόμευση της ηθικής βάσης που κρατάει όρθιες τις κοινωνίες, δεν ομιλώ μόνο για τον ευτελισμό στο τέλος-τέλος της ίδιας της Δημοκρατίας. Μιλάω και για το οικονομικό κόστος το οποίο είναι πραγματικά ανυπολόγιστο. Μόνο κατά προσέγγιση μπορούμε σήμερα να το υπολογίσουμε. Από τις υπερκοστολογήσεις και τις μίζες στα εξοπλιστικά μέχρι την φαρμακευτική δαπάνη και από τα δημόσια έργα μέχρι τις προμήθειες του δημοσίου κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσο αληθινά κόστισε στον ελληνικό λαό και στη χώρα ο πλήρης εκφυλισμός της πολιτικής ελίτ, και οι ανίερες συναλλαγές της με αδίστακτους ολιγάρχες.
Μόνο για την υπόθεση της Νοβάρτις, που βγήκε τις τελευταίες ημέρες στη δημοσιότητα από την εισαγγελική έρευνα που έφτασε στη Βουλή, μόνο για την υπόθεση της Νοβάρτις, το κόστος είναι της τάξεως αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ. Σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς, μόνο από την υπερκοστολόγηση φαρμάκων για την περίοδο από το 2000 μέχρι το 2010, πριν μπούμε δηλαδή στα μνημόνια, το κόστος, η απώλεια, η ζημιά για το ελληνικό δημόσιο φτάνει στα 23 δις. Ένα μνημόνιο δηλαδή σχεδόν. Πρόκειται για πάνω από το 10% του ΑΕΠ. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι αυτά τα χρήματα έλειψαν από τα ταμεία των ασφαλισμένων. Και αυτό είναι μία από τις σημαντικότερες ίσως αιτίες που οδήγησαν το ασφαλιστικό μας σύστημα στα βράχια. Γιατί αν αυτά τα 23 δις έμεναν στα δημόσια ταμεία, ίσως τελικά να είχαμε αποφύγει συνολικά τη μνημονιακή περιπέτεια μετά το 2010.
Αλλά το πιο ανήθικο είναι αυτό που συνέβη μετά τα μνημόνια. Πιο ανήθικο είναι ότι το πάρτι που γινόταν πριν και μας οδήγησε στη χρεοκοπία, συνεχίστηκε και μετά. Γιατί, την ώρα που κάποιοι εκπρόσωποι του παλιού πολιτικού συστήματος έκοβαν συντάξεις και μείωναν κοινωνικές δαπάνες, την ώρα που πετσόκοβαν μισθούς και κατεδάφιζαν εργασιακά δικαιώματα, την ώρα που επέβαλαν δυσβάστακτους φόρους, φρόντιζαν να εξυπηρετούν με το αζημίωτο τις πολυεθνικές και τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες.
Σήμερα όμως νομίζω ότι μια και καλή ξεμπερδεύουμε και με μια κρατούσα χυδαιότητα από το 2010 και μετά, τη χυδαιότητα του «Μαζί τα φάγαμε».Και μάλιστα ξεμπερδεύουμε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Διότι δεν τα φάγαμε μαζί. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Πολιτικά τον ξέρουμε τον ένοχο, κι είναι γνωστή η αιτία. Και σας ζητώ να αναλογιστείτε όχι την ποινική- διότι δεν είμαστε δικαστές- ούτε καν την πολιτική ευθύνη- αυτή έχει ήδη πιστωθεί και θα ξαναπιστωθεί από τον ελληνικό λαό. Σας ζητώ να αναλογιστείτε την ηθική τους ευθύνη και εξαχρείωση. Η υγεία του απλού ανθρώπου, η υγεία των παιδιών του, η ίδια η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν ανάγκη από θεραπεία, περίθαλψη, αρωγή, να γίνεται συστηματικά και κυνικά, αντικείμενο της πιο σκληρής και ανήθικης κερδοσκοπίας. Και τώρα, ορισμένοι εξ αυτών δεν ντρέπονται, και δεν διστάζουν, να κραυγάζουν τι; Ότι δεν υπάρχει σκάνδαλο. Και ότι πολύ σύντομα θα ξεφουσκώσει. Ποιοι;
Οι αληθινοί κουκουλοφόροι, μιας και είναι της μόδας τώρα να επιτίθενται στους μάρτυρες με αυτό το χαρακτηρισμό, επειδή ο νόμος προβλέπει προστασία. Οι αληθινοί κουκουλοφόροι –επιτρέψτε μου να πω, μιας και είναι της μόδας τώρα να επιτίθενται στους μάρτυρες με αυτό τον χαρακτηρισμό, επειδή ο νόμος, ο ίδιος ο νόμος που οι ίδιοι ψήφισαν προβλέπει την προστασία τους. Οι αληθινοί κουκουλοφόροι με τα λευκά κολάρα, οι κουκουλοφόροι που είχαν θρονιαστεί σε υπουργεία και κρίσιμα πόστα για τη δημόσια υγεία, κουκουλοφόροι που έκαναν τον πόνο του λαού αντικείμενο μίζας και πλουτισμού, τώρα που η Δικαιοσύνη απειλεί να τους βγάλει τις κουκούλες και να τους αποκαλύψει, καταγγέλλουν τους μάρτυρες ως δήθεν κουκουλοφόρους. Ας είναι όμως. Θα το πω για άλλη μια φορά, εμείς θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, για να λάμψει η αλήθεια. Αλλά όχι μόνον αυτό. Διότι εδώ, πέραν του σκανδάλου που ήδη διερευνάται και θα διερευνηθεί περαιτέρω, πέρα δηλαδή από την έρευνα για την απόδοση πιθανόν ποινικών ευθυνών, υπάρχει και το μέγα ζήτημα της ζημιάς που υπέστη το ελληνικό δημόσιο. Θέλω λοιπόν να σας διαβεβαιώσω ότι η κυβέρνησή μας δεν θα παραιτηθεί από τη διεκδίκηση των χρημάτων που στέρησε από τον ελληνικό λαό η φαρμακευτική εταιρεία Νοβάρτις. Δεν θα πράξουμε εμείς αυτά που έπραξε η συγκυβέρνηση Σαμαρά –Βενιζέλου όταν παραιτήθηκε για χάρη της Siemens από τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων. Αντιθέτως, θα αξιοποιήσουμε κάθε δυνατότητα που μας δίνει το εσωτερικό αλλά και το διεθνές δίκαιο για να πάρουμε πίσω μέχρι και το τελευταίο ευρώ το οποίο εκλάπη από τον ελληνικό λαό.
Τώρα, επιτρέψτε μου, σε ότι αφορά τον θεσμικό χειρισμό της υπόθεση, από τη στιγμή που η εισαγγελέας έχει διαβιβάσει ως όφειλε, μια και προσέκρουσε σε πολιτικά πρόσωπα, διαβίβασε τον φάκελο στη Βουλή. Χωρίς ταλαντεύσεις θα κάνουμε ό,τι προβλέπεται θεσμικά για τη διερεύνηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών. Και η μόνη θεσμική οδός που έχουμε μπροστά μας είναι η πρόταση για τη συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης ώστε να εξεταστεί η δικογραφία, να διακριβωθεί αν υπάρχουν ικανοποιητικές ενδείξεις τέλεσης αδικημάτων αλλά και οι συνθήκες τέλεσής τους, ώστε να προσδιοριστούν και οι σχετικές εισαγγελικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Και εδώ, δεν είμαι νομικός, οφείλω εντούτοις να κάνω μερικές επισημάνσεις διότι ακούω πολλούς να ομιλούν για παραγεγραμμένα αδικήματα.
Καταρχάς να πω, πέρα από το νομικό, ότι αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα υπερασπιστική γραμμή η οποία ωστόσο, θα το παραδεχτείτε κι εσείς, μάλλον δεν βοηθάει καθόλου τους εμπλεκόμενους. Όποιος σήμερα αντί να μιλά για την ουσία της υποθέσεως και τη διερεύνηση της αλήθειας, μιλά για τη παραγραφή ελέω μάλιστα ενός κατάπτυστου νόμου περί ευθύνης υπουργών -αλλά και συνταγματικών προβλέψεων που έχουμε ήδη εξαγγείλει ότι θα καταργήσουμε στην Συνταγματική αναθεώρηση- που έχουμε εξαγγείλει ότι θα προχωρήσουμε, όποιος λοιπόν σήμερα μιλά για παραγραφή και όχι για διερεύνηση, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να κραυγάζει είτε ενοχή είτε επιθυμία συγκάλυψης. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που αφορά τη νομική ουσία: Το κλειδί σε αυτή την υπόθεση κρύβεται σε μια και μόνο φράση του νόμου περί ευθύνης υπουργών: Στη φράση «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Διότι μόνο τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση καθηκόντων υπουργών παραγράφονται μετά την παρέλευση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας που προβλέπει το Σύνταγμα.
Τα υπόλοιπα αδικήματα, αυτά που πιθανώς θα κριθεί ότι δεν εντάσσονται στην άσκηση των καθηκόντων έχουν την παραγραφή που προβλέπει ο κοινός ποινικός νόμος και όχι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών. Και στο ερώτημα το κρίσιμο, ποιος θα το κρίνει αυτό, η απάντηση είναι σαφής: Μοναδικός αρμόδιος για λογαριασμό της Βουλής, προκειμένου να κρίνει, βάση της ερμηνείας του νόμου αλλά και των πραγματικών περιστατικών, δεν είναι άλλος από την επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης. Αλλά θα μείνω εδώ, δεν θα πάω παραπέρα. Η επιτροπή φαντάζομαι, μιας και όλα τα κόμματα έχουν δηλώσει ότι θα την υπερψηφίσουν, σχεδόν όλα, θα συγκροτηθεί, θα βγάλει το πόρισμα της και η Βουλή θα αποφασίσει στη βάση αυτού το πώς πρέπει να πράξει.
Αφήνω όμως τώρα το νομικό και θέλω να επιστρέψω στο πολιτικό σκέλος της υπόθεσης, το οποίο για μας έχει και τη μεγαλύτερη αξία. Από την υπόθεση αυτή προκύπτουν κρίσιμα ερωτήματα, που δεν αφορούν τους φερόμενους ως εμπλεκόμενους, κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον κ. Μητσοτάκη και τη μεταλλαγμένη ΝΔ της οποίας ηγείται. Γιατί το θέμα δεν είναι ότι απλώς έχουν υιοθετήσει μια στάση πλήρως προκλητική και απαράδεκτη, για να μην πω χυδαία και ενοχική. Το πρόβλημα είναι ότι έχουν αποδυθεί σε μια επιχείρηση εκφοβισμού, απειλών, και εκβιασμού των μαρτύρων, των αρμόδιων εισαγγελέων και συλλήβδην της ελληνικής Δικαιοσύνης. Κινούνται στη γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, για να πετύχουν βίαια ότι δεν μπορούν να πετύχουν με δημοκρατικά μέσα. Απλώνουν μια μαύρη σκιά πάνω από τη Δικαιοσύνη και τη χώρα. Με την ελπίδα να καλύψουν, έτσι, τις πολιτικές τους ευθύνες, για το σκάνδαλο στο φάρμακο, το σκάνδαλο διασπάθισης δημόσιου χρήματος στην υγεία αλλά και τις πιθανές ποινικές ευθύνες κάποιων, αν αυτές αποδειχθούν, στο συγκεκριμένο σκάνδαλο Νοβάρτις.
Δημόσια, ανοιχτά, απροκάλυπτα, αντικαθιστούν τις πολιτικές πρακτικές με πρακτικές εκφοβισμού, παρακράτους, κουκούλας. Και αναρωτιέμαι: Ποιος κυβερνά τελικά αυτό το κόμμα; Το ιστορικό αυτό κόμμα; Τι σχέση έχει η σημερινή ΝΔ της εμφύλιας ρητορείας, της υπονομευτικής αμετροέπειας, της διχαστικής γραμμής, με το συντηρητικό κόμμα της τάξης, της νομιμοφροσύνης, της δημοκρατικής αυστηρότητας, της λαϊκής Δεξιάς, με τις μεγάλες διαφορές που είχαμε πάντοτε ιστορικά, από τότε που ιδρύθηκε ως σήμερα. Ο καθένας έχει βέβαια το δικαίωμα, το αναφαίρετο δικαίωμα να υπερασπίζεται τον εαυτό του όπως νομίζει καλύτερα, όταν κατηγορείται για εγκληματικές πράξεις. Αλλά με ποια στοιχεία ένα κόμμα, που διεκδικεί μάλιστα την κυβέρνηση, καταγγέλλει σημεία, τέρατα, και σκευωρίες; Πώς η άψογη μέχρι χθες Δικαιοσύνη μεταμορφώθηκε εν μια νυκτί σε συνεργό της κυβέρνησης στήνοντας δικογραφίες; Η αγία μετατράπη σε μια νύχτα σε πόρνη. Περί αυτού πρόκειται.
Ποιο Σύνταγμα, και ποιος νόμος, επιτρέπει να απειλούνται μάρτυρες και δικαστικοί λειτουργοί και (εδώ έγραφε από) φορείς του πολιτικού συστήματος; Ποιος έδωσε το δικαίωμα αυτό στον κ. Μητσοτάκη να στρέφεται εναντίον θεσμών και βεβαίως να μετατρέπει την παράταξή του σε όχλο στήριξης κάποιων από τις γραμμές της που φέρεται να εμπλέκονται σε ένα σοβαρό σκάνδαλο; Ξέρετε, αυτό δεν έχει ξαναγίνει στην πολιτική ζωή του τόπου. Να διασύρονται και να εκφοβίζονται ανοιχτά εισαγγελικοί λειτουργοί, επειδή ασκούν το λειτούργημά τους. Κι επειδή, εντάξει, έχουμε συνηθίσει την έντονη πολιτική αντιπαράθεση, αλλά αυτό ξεπερνά τα όρια, αυτό το αστείο πρέπει να τελειώσει.
Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να μιλήσει με ονόματα. Να μας πει ποιος είναι αυτός που έστησε αυτή την σκευωρία που επικαλείται. Να μας πει ποιοι είναι οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί οι οποίοι κινήθηκαν κατ' εντολή της κυβέρνησης; Να ας πει ποιος είναι αυτός που έχει αυτή την τεράστια υπερεθνική δύναμη και έστησε τις εκθέσεις του FBI και κατάφερε να εμπλέξει στη σκευωρία τις αμερικάνικες αρχές, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, την αμερικάνικη Πρεσβεία, δικαστές, εισαγγελείς και μάρτυρες; Για να τελειώνει το αστείο. Τον καλώ να δώσει άμεσα απαντήσεις. Αν δεν τις έχει, τις απαντήσεις –που δεν τις έχει, ας μην ξανατολμήσει να επαναλάβει την κατηγορία περί σκευωρίας. Και να αναγνωρίσει ότι υπάρχει σκάνδαλο. Και αν του έχει μείνει έστω ελάχιστη αξιοπρέπεια, να συνδράμει κιόλας και θα είναι καλοδεχούμενο- στην αποκάλυψη της αλήθειας. Αλλά, ξέρετε, έχω την αίσθηση ότι δεν του έχει μείνει πολιτικό σθένος ώστε να το κάνει αυτό. Διότι είναι φανερό ότι έχει χάσει πλέον τον έλεγχο και είναι όμηρος μιας ακροδεξιάς ομάδας στο εσωτερικό του κόμματος του.
Εμείς όμως σε κάθε περίπτωση θα προχωρήσουμε. Θα κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για την αποκάλυψη της αλήθειας. Και να είστε βέβαιοι ότι στο τέλος της ημέρας, όσες απειλές και εκβιασμοί, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί. Και τότε ο καθένας θα αναλάβει αυτό που του αναλογεί.
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Οι συγκλονιστικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών δεν πρέπει και δεν θα επιτρέψουμε σε καμία περίπτωση να μας αποσπάσουν από τον στρατηγικό μας σχεδιασμό. Δεν πρέπει και δεν θα επιτρέψουμε η συζήτηση που διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα να είναι μονομερής και να αφορά μονάχα τις διαδικασίες που θα ακολουθήσουν και εντός της Βουλής και βεβαίως κυρίως στη Δικαιοσύνη για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Ο στρατηγικός μας σχεδιασμός είναι η έξοδος της χώρας από τα προγράμματα επιτροπείας, είναι η έξοδος από την κρίση με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και η παραγωγική ανασυγκρότηση, η αναπτυξιακή ανασυγκρότηση, η θεμελίωση μιας άλλης Ελλάδας, με άλλη προοπτική, με κοινωνική δικαιοσύνη και με σταδιακή αλλά ουσιαστική επούλωση των πληγών, που βεβαίως τα ασθενέστερα κοινωνικά τμήματα, κυρίως αυτά, είχαν κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Αυτός ο δρόμος αν και δύσβατος, για πρώτη φορά φαίνεται ότι φτάνει στο τέλος του. Βρισκόμαστε στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων για την έξοδο από την μνημονιακή επιτροπεία, την οριστική έξοδο από τη μνημονιακή επιτροπεία, μετά από 8 χρόνια, το καλοκαίρι, τον Αύγουστο του 2018, τον ερχόμενο Αύγουστο. Και πιστεύω ότι δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έχουμε ήδη καταφέρει να γυρίσουμε τη σελίδα της ελληνικής οικονομίας. Οι προϋποθέσεις για την έξοδο δεν ήταν ποτέ καλύτερες απ’ ότι είναι σήμερα.
Σήμερα έχουμε καταφέρει κάτι που λίγα χρόνια πριν φαινόταν ακατόρθωτο, να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία της χώρας. Δείκτης ήταν η προ ημερών επιτυχημένη έξοδος στις αγορές χρήματος. Και μάλιστα με επιτόκιο που μας οδηγεί στα χρόνια εκείνα που δεν υπήρχε η έννοια καν της κρίσης στο μυαλό μας. Από το 2005-2006 είχε να ξαναδεί η χώρα τέτοια επιτόκια, 3,375% ήταν το επταετές με το οποίο βγήκαμε στις αγορές την προηγούμενη Παρασκευή. Επιτόκιο εξαιρετικά σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι την εβδομάδα που βγήκαμε στις αγορές υπήρξαν συνθήκες αναταράξεων στα διεθνή χρηματιστήρια, κι εμείς, παρόλα αυτά, αποδείξαμε εμπράκτως ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πορεία απεγκλωβισμού από την επιτροπεία και από την ανάγκη διατήρησης του δανεισμού από τον επίσημο τομέα. Κανείς στην Ευρώπη λοιπόν σήμερα δεν συζητά οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο πέρα από την έξοδο, την οριστική έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018. Και μάλιστα την έξοδο χωρίς πιστοληπτικές γραμμές, χωρίς δυσβάστακτες προϋποθέσεις για τον ελληνικό λαό και την ελληνική οικονομία.
Μέσα σε αυτό το δεδομένο θα κληθούμε τους επόμενους μήνες να συνεχίσουμε τις ουσιαστικές διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας. Με δύο κυρίως ζητήματα στην ημερήσια διάταξη: Πρώτον την οριστική συμφωνία και την τελική αποσαφήνιση των όρων για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους Και δεύτερον το καθεστώς στο οποίο θα βρεθεί η χώρα στη μεταμνημονιακή περίοδο, μετά το τέλος των μνημονίων.
Ένα καθεστώς στο οποίο η όποια εποπτεία θα είναι αντίστοιχη της εποπτείας που υφίσταται ήδη στις άλλες χώρες της ευρωζώνης που έχουν τελειώσει προγράμματα στήριξης, που μπήκαν κι αυτές σε μνημονιακή περιπέτεια, πολύ μικρότερη όμως απ’ ότι αυτή στην οποία μπήκε η χώρα μας. Και η όποια αυτή εποπτεία θα γίνεται στη βάση του στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδίου του δικού μας, αυτού που εμείς θα προετοιμάσουμε και θα προτείνουμε στο πλαίσιο της 4ης αξιολόγησης. Αν θέλετε, αυτή είναι ίσως για μένα η μεγαλύτερη πρόκληση της περιόδου. Να συμβάλουμε όλοι στη δημιουργία αυτού του σχεδίου που θα καθορίζει τον ορίζοντα και τις προτεραιότητες της πολιτικής μας για την επόμενη τετραετία. Για την οικοδόμηση ενός αναπτυξιακού μοντέλου για τη χώρα που θα οργανώνει αυτό που ονομάζουμε δίκαιη ανάπτυξη. Με προτεραιότητα την υψηλή προστιθέμενη αξία, την καινοτομία, την ταχεία αποκατάσταση θέσεων εργασίας, την αύξηση των μισθών, την αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων και την προστασία του περιβάλλοντος. Από αυτό ακριβώς το αναπτυξιακό σχέδιο εξαρτάται και η επιτυχία μας. Από αυτό το σχέδιο εξαρτάται και η επίτευξη του στόχου μας που δεν είναι άλλος από το να περάσουμε σε μια νέα εποχή ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Και όχι φυσικά να επιστρέψουμε στις στρεβλώσεις, στους ανορθολογισμούς και στην ταξική μονομέρεια της περιόδου πριν από το Μνημόνιο.
Συντρόφισσες και Σύντροφοι,
Με βάση το ίδιο σκεπτικό, την αποκατάσταση δηλαδή των στρεβλώσεων του παρελθόντος, πορευόμαστε και σε άλλα κρίσιμα θέματα που αντιμετωπίζουμε. Κρίσιμα εθνικά θέματα, όπως και αυτό της διαπραγμάτευσης για την ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Δεν θέλω να επανέλθω σε πράγματα και θέσεις γνωστές. Έχουμε αναλάβει μια μεγάλη ευθύνη. Να κλείσουμε ένα κεφάλαιο που κόστισε στη χώρα οικονομικά, διπλωματικά και πολιτικά. Να το κλείσουμε με αξιοπρέπεια και πατριωτική ευθύνη. Και κυρίως να αποτρέψουμε χειρότερα στο μέλλον για τη χώρα. Και επιτρέψτε μου εδώ ορισμένες επισημάνσεις.
Πριν μια βδομάδα είχαμε ένα μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Ορισμένοι είπαν ότι η κυβέρνηση αγνοεί τους διαδηλωτές. Δεν είναι αλήθεια. Δεν αγνοούμε κανέναν Έλληνα πολίτη που εκφράζει τη γνώμη του ελεύθερα. Δεν αγνοούμε μικρότερες σε όγκο διαδηλώσεις, και ολιγάριθμων πολιτών, που έρχονται να διατυπώσουν την άποψή τους. Δεν αγνοούμε κανέναν. Πόσο δε μάλλον, όταν είχαμε μια μεγάλη εκδήλωση. Όμως θα ήθελα να αναρωτηθώ. Ποιο ήταν το μήνυμα αυτής της διαδήλωσης; Είναι το μήνυμα η ελληνικότητα της ιστορίας της Μακεδονίας και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της κληρονομιάς του; Αν είναι αυτό, νομίζω ότι κρούουν ανοιχτές πόρτες. Είναι το μήνυμα να μην επιδιώξουμε λύση στο πρόβλημα, που είναι ανοιχτό από το 1992; Αν είναι αυτό το μήνυμα, είναι λάθος, είναι σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Ή μήπως το μήνυμα είναι όπως είπαν και πολλοί εκ των ομιλητών, μη δώσετε το όνομα Μακεδονία; Αν αυτό είναι το αίτημα, δεν είναι να κρίνουμε αν είναι λάθος ή σωστό, γιατί πριν κρίνουμε αν είναι λάθος ή σωστό, πρέπει να πούμε την αλήθεια. Ότι είναι εκτός πλαισίου πραγματικότητας. Και αυτό γιατί ούτε αυτή η κυβέρνηση ούτε και κάθε άλλη μετά το 92, δεν αντιμετωπίζει τέτοιο δίλημμα, να δώσει κανένα όνομα. Πολύ απλά γιατί το όνομα Μακεδονία η Ελλάδα, καλώς η κακώς, το έχει αποδεχθεί εδώ και πολλά χρόνια. Το αποδέχτηκε από τον πόλεμο και μετά ως την επίσημη ονομασία, το όνομα της αυτόνομης δημοκρατίας παλιότερα σοσιαλιστικής, αργότερα ομόσπονδης της Γιουγκοσλαβίας. Το αποδέχτηκε με την αποδοχή της ονομασίας τους ως ανεξάρτητο κράτος μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το 1992, αποδεχόμενη ως προσωρινή ονομασία, αλλά προσωρινή που τείνει να γίνει κάτι περισσότερο από μόνιμη εδώ και 25 και πλέον χρόνια, υπό τον όρο ΠΓΔΜ. Τι είναι αυτό το Μ; Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έχει αποδεχθεί.
Άρα, αυτό που καλείται μέσα από διαπραγμάτευση η χώρα, η κυβέρνηση για τη χώρα, δεν είναι να δώσει κάτι που έχει δοθεί από κάποιους άλλους, είναι να πάρει πίσω. Τι να πάρει πίσω; Να πείσει τους γείτονες να σταματήσουν να χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία δίχως προσδιορισμό, που θα καθιστά σαφές ότι δεν έχει σχέση ούτε γεωγραφική ούτε ιστορική με την Ελληνική Μακεδονία. Να τους πείσει, αν θέλετε να κάνω κι ένα βήμα παραπάνω, να μην σφετερίζονται, να δώσουν πίσω σύμβολά που δεν τους ανήκουν. Και ονόματα που δεν τους ανήκουν. Και έγιναν σημαντικά βήματα με την αποδοχή μετά το Νταβός της μετονομασίας του αεροδρομίου, που λεγόταν αεροδρόμιο «Μέγας Αλέξανδρος» και της εθνικής οδού που ενώνει τη Θεσσαλονίκη με τα Σκόπια. Και να τους πείσει να σταματήσουν παντού τις αλυτρωτικές αναφορές.
Δεν θέλω να ισχυριστώ ότι πρόκειται για μια εύκολη διαπραγμάτευση. Δεν θα είναι εύκολη. Ισχυρίζομαι όμως ότι είναι ο μόνος δρόμος. Έχουμε κάνει ήδη πολλά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση και είναι πραγματικά κρίμα που η εθνική γραμμή της χώρας, έτσι όπως είναι ξεκάθαρη από την εποχή της ενδιάμεσης συμφωνίας και μετά, και όπως διατυπώθηκε και στο Βουκουρέστι αλλά και στην ελληνική Βουλή σε αλλεπάλληλες προγραμματικές δηλώσεις από τότε κυβερνήσεις της ΝΔ, δεν υποστηρίζεται από τον κ Μητσοτάκη και τη σημερινή Ν.Δ. Που για άλλη μια φορά εμφανίστηκε πολύ κατώτερος των περιστάσεων. Και άλλαξε την πάγια πολιτική θέση τη δική του αλλά και του κόμματός του, συρόμενος από τους ακροδεξιούς συνοδοιπόρους εντός του κόμματός του. Και αναρωτιέμαι. Γιατί άραγε;
Κάποιοι ανοήτως έσπευσαν να πουν την περασμένη βδομάδα ότι το μέγα αυτό σκάνδαλο της Νοβάρτις στήθηκε τα τελευταία 24ωρα για να ξεχαστεί το Μακεδονικό. Δηλαδή, στήθηκε μια υπόθεση που εξετάζεται 1,5 χρόνο από τις ελληνικές και ξένες διωκτικές αρχές με πάνω από 250.000 σελίδες καταθέσεων, δικογραφίες κλπ. Για να αλλάξουμε, λέει, εμείς την ατζέντα. Το αφήνω ασχολίαστο, αλλά θέτω ένα ερώτημα. Μήπως τελικά το αντίθετο συνέβη; Μήπως ορισμένοι, γνωρίζοντας πολύ καλά τι έρχεται, έσπευσαν να αλλάξουν αίφνης τις πάγιες θέσεις τους σε ένα εθνικό θέμα, μπας και βρούνε κάλυψη στους ετερόκλητους όχλους των συλλαλητηρίων; Μήπως κάποιοι έσπευσαν να κάνουν αυτό που γνωρίζουν χρόνια; Δηλαδή τι; Να πουλήσουν πατριωτισμό για να διαπραγματευτούν την κάλυψή τους και τη συγκάλυψη των πρακτικών και των επιλογών τους; Θέτω ένα ερώτημα. Και το θέτω στην κρίση και τη δική σας αλλά και του ελληνικού λαού που μας παρακολουθεί.
Εμείς συντρόφισσες και σύντροφοι, δεν έχουμε άλλο δρόμο πέραν του δρόμου της υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων, να κάνουμε το καθήκον μας να προστατεύσουμε τη χώρα. Δεν έχουμε άλλο δρόμο από το να συνεχίσουμε τη διαπραγμάτευση με τους γείτονες μας για να βρούμε μια κοινά αποδεκτή λύση, χωρίς ζιγκ-ζαγκ, χωρίς επιστροφές και χωρίς υποχωρήσεις. Και βεβαίως η λύση αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από μια σύνθετη ονομασία με ισχύ έναντι όλων, για όλες τις χρήσεις. Πράγμα που φυσικά προϋποθέτει και συνταγματική αλλαγή προκειμένου η ονομασία να είναι όντως όπως λέμε erga omnes, δηλαδή για όλες τις χρήσεις, δεν μπορεί να είναι μία η χρήση στο εξωτερικό και άλλη να είναι η ονομασία στο Σύνταγμα Αλλά βεβαίως προϋποθέτει και την απόσυρση, όπως προείπα, κάθε υπόνοιας αλυτρωτισμού από παντού. Αυτό είναι το μοναδικό πλαίσιο που εγγυάται τη λύση του προβλήματος και το πέρασμα σε μια νέα εποχή για ολόκληρα τα Βαλκάνια. Μακριά από τους εθνικισμούς, τους φανατισμούς και τη μισαλλοδοξία. Και αν θέλετε εμείς είμαστε οι μοναδικοί που μπορούμε να διεκδικήσουμε και να εξασφαλίσουμε μια τέτοια λύση. Όπως είμαστε οι μοναδικοί που μπορούμε να εγγυηθούμε την έξοδο της χώρας από τη μνημονιακή επιτροπεία.
Αναλαμβάνουμε λοιπόν την ευθύνη. Να μετατρέψουμε την Ελλάδα από μια χώρα σε παρακμή, από μια χώρα φοβισμένη και ανήμπορη σε μια χώρα πρωτοπόρα στην οικονομία σε έναν φάρο ασφάλειας, σταθερότητας και αξιοπιστίας στην ευρύτερη περιοχή. Από μια χώρα παράδειγμα προς αποφυγή, σε μια χώρα παράδειγμα προς μίμηση. Από μία χώρα μέρος του προβλήματος, σε μια χώρα μέρος της λύσης. Με καθημερινή μέριμνα για τους πολίτες, με καθημερινή μέριμνα για την κοινωνική πλειοψηφία, για τη δικαιοσύνη, για την ισότητα, για την προστασία της εργασίας, για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας αλληλεγγύης και φροντίδας για τους αδύναμους.
Με αυτά τα συνθήματα, φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, γραμμένα στις σημαίες μας κερδίσαμε τρία χρόνια πριν δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτά είναι τα συνθήματα μας οδηγούν και σήμερα. Αυτά τα συνθήματα παλεύουμε για να δικαιώσουμε. Και θα τα δικαιώσουμε. Είμαι πλέον σίγουρος γι αυτό. Θα τα δικαιώσουμε.
ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ
ΣΤΗΝ Κ. Ο. ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
Δευτέρα 12/2/2018
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η κοινοβουλευτική μας ομάδα συνεδριάζει σήμερα εν μέσω, θα έλεγα, καταιγιστικών πολιτικών εξελίξεων. Ζούμε στιγμές στις οποίες δοκιμάζεται η ευθύνη, η δημοκρατική συνέπεια, η συνταγματική αφοσίωση, το θάρρος και η πολιτική αποφασιστικότητα όλων μας. Και οι εξελίξεις αυτές μπορεί να μην αφορούν άμεσα την οικονομία –ίσως για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια οι καταιγιστικές εξελίξεις να μην αφορούν άμεσα την οικονομία και την τραγική περιπέτεια που βιώνει η χώρα εδώ και 8 χρόνια, αλλά θα έλεγα αφορούν τις αιτίες της περιπέτειας αυτής. Αφορούν τις ευθύνες του παλιού πολιτικού συστήματος για τη χρεοκοπία της χώρας.
Γιατί, μην γελιόμαστε. Η χώρα κατέληξε εκεί που κατέληξε όχι μόνο εξαιτίας των χρόνιων στρεβλώσεων του αναπτυξιακού και διοικητικού της μοντέλου, ούτε αποκλειστικά εξαιτίας των λαθών και της ταξικής μονομέρειας εκείνων έξω από τη χώρα, που σχεδίασαν και επέβαλαν τα μνημόνια. Η χώρα κατέληξε στη χρεοκοπία και εξαιτίας των πρακτικών διασπάθισης δημόσιου χρήματος αλλά και μιας εκτεταμένης πολιτικής κουλτούρας ανοχής στη διαφθορά που επικρατούσε για χρόνια, εντός της χώρας. Κατέληξε εκεί που κατέληξε εξαιτίας και της ηθικής παρακμής και του εκφυλισμού ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος που, απ΄ ότι φάνηκε δεν ορρωδούσε προ ουδενός προκειμένου να αναπαράξει τον εαυτό του σε βάρος της κοινωνίας και σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
Τα ζήσαμε όλα αυτά και τα ξέρουμε. Γνωρίζουμε το θράσος, τη χυδαιότητα, την ιδιοτέλεια, τις μεθόδους μαφίας, την μετατροπή τραπεζικών λογαριασμών σε αριθμούς κινητών τηλεφώνων, σε συνδυασμό και με μια αφόρητη δημαγωγία κάθε φορά που κάποιος πιάνονταν στα πράσα. Μια δημαγωγία που δεν δίσταζε να επαναλαμβάνει σε όλες τις υποθέσεις τον εαυτό της, και να παρουσιάζει τους διεφθαρμένους και τους άρπαγες δημοσίου χρήματος, ως θύματα πολιτικών διώξεων. Δεν υπήρξε ούτε μία περίπτωση αποκάλυψης σκανδάλων που να μην έπαιξε η ίδια γνωστή κασέτα περί πολιτικής δίωξης. Και σήμερα δυστυχώς πάλι τα ίδια βλέπουμε. Τα ίδια τετριμμένα, τοξικά, ανήθικα, υπονομευτικά. Μόνο που είναι άλλο η πολιτική εκτίμηση, άλλο η πιθανολόγηση και η εικασία, και άλλο να βρισκόμαστε ενώπιον συγκεκριμένων καταγγελιών. Που παίρνουν μάλιστα τη μορφή μιας ογκώδους δικογραφίας.
Πιστεύω λοιπόν ότι η ευθύνη μας, η δική μας ευθύνη, ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ως κυβέρνηση που έχει εντολή όχι μόνο να σταματήσει αυτό το πάρτι της διασπάθισης δημόσιου χρήματος, αλλά και να ρίξει φως σε όσα γίνανε και οδήγησαν τη χωρά στα βράχια, η ευθύνη μας είναι πολύ μεγάλη. Για την Αριστερά και τους ηθικούς της κώδικες, αλλά και για κάθε δημοκρατική πολιτική δύναμη, για κάθε Έλληνα που κατανοεί τον πατριωτισμό ως καθημερινή αρετή, είναι τεράστια η ευθύνη ώστε να συνδράμει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη απέναντι στους θεσμούς, τη δικαιοσύνη και την πολιτική. Και θέλω εδώ να είμαι σαφής.
Δεν είναι μόνο ηθικής σημασίας ζήτημα, αν και δεν το υποτιμώ καθόλου αυτό. Ωστόσο, είναι και ζήτημα που αφορά το ίδιο το αύριο της χώρας. Γιατί δεν υπάρχει αύριο για την ανάπτυξη, δεν υπάρχει αύριο για την κοινωνία, για τη Δημοκρατία, για τη χώρα, αν δεν καταφέρουμε να ξεμπερδέψουμε με τις παθογένειες που κληρονόμησε το καθεστώς της διαπλοκής, της διαφθοράς και της ιδιοτέλειας, γι’ αυτό χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ σεβασμός στο νόμο, απαρέγκλιτη τήρηση των διαδικασιών και των κανόνων, και, πάνω από όλα, χρειάζεται νηφαλιότητα, ψυχραιμία και απόλυτη προσήλωση στην ανακάλυψη και αποκάλυψη της αλήθειας. Τίποτε κρυφό, τίποτε κάτω από το χαλί.
Από την άλλη μεριά όμως χωρίς υπερβολές, χωρίς κυνήγι μαγισσών, χωρίς λαϊκά δικαστήρια. Αλλά με θάρρος και συναίσθηση όχι μόνο της κοινωνικής αλλά και της εθνικής θα έλεγα ευθύνης. Είναι ξένη και εχθρική προς την Αριστερά η επιδίωξη να πάρουμε κάποιου είδους ρεβάνς. Είναι ξένος και εχθρικός ο πολιτικός στόχος να εξοντώσουμε πολιτικούς αντιπάλους. Αυτές τις μεθόδους των πολιτικών μας αντιπάλων τις πληρώσαμε πολύ ακριβά στο παρελθόν κι εμείς και η Ελλάδα. Και στα τρία χρόνια της δικής μας διακυβέρνησης έχει αποδειχτεί ότι άλλοι είναι εκείνοι που καταφεύγουν σε μεθόδους σπίλωσης, διασυρμού, συκοφαντίας, με τη βοήθεια ενός συνεχούς βομβαρδισμοί της κοινής γνώμης με τα λεγόμενα faκe news. Δικός μας στόχος μας δεν είναι άλλος από την αλήθεια, την αποκάλυψη της αλήθειας και μόνο της αλήθειας. Μόνο έτσι θα αποκαταστήσουμε την πληγείσα εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα. Μόνο έτσι θα αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν και θα οικοδομήσουμε μια νέα σχέση ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτική. Και μόνο έτσι θα δώσουμε ένα διαφορετικό παράδειγμα, πολιτικό και κοινωνικό. Μόνο έτσι μπορεί να έχει μέλλον η Δημοκρατία.
Γι’ αυτό ας το έχουν όλοι υπόψη:
Δεν πρόκειται να αγνοήσουμε τον βασικό κανόνα που διέπει το δικαιικό μας σύστημα, ότι η ενοχή όλων των υπόπτων και κατηγορούμενων προϋποθέτει την απόδειξή της από τη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της. Δεν πρόκειται όμως και από την άλλη, στο όνομα αυτής της αρχής, να κουκουλώσουμε πρόσωπα και πράγματα. Να εμποδίσουμε το έργο της δικαιοσύνης. Και σε τελική ανάλυση δεν πρόκειται και να τρομάξουμε από τις κραυγές των πολιτικών μας αντιπάλων. Δεν πρόκειται να συγκαλύψουμε, να σιωπήσουμε, να κουκουλώσουμε. Δεν θα υπολογίσουμε απειλές και εκβιασμούς. Δεν θα υποκύψουμε στην ισχύ των οικονομικών συμφερόντων που έχουμε απέναντι μας.
Γιατί εμείς αν θέλετε έχουμε πιο δυνατούς συμμάχους. Δεν έχουμε τα οικονομικά συμφέροντα, αλλά έχουμε πολύ πιο δυνατούς συμμάχους. Την αρετή, την αλήθεια και την απαίτηση της κοινωνίας να γνωρίζει. Με αυτούς τους συμμάχους πορευτήκαμε όλα αυτά τα χρόνια και με αυτούς θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε. Όσο και αν κάποιοι επιμένουν να μιλούν για σκευωρίες και στημένες κατηγορίες. Όσο και αν κάποιοι επιμένουν να προσβάλλουν την ίδια τη δικαιοσύνη και τους εισαγγελικούς λειτουργούς. Όσο και αν κάποιοι επιμένουν απαξιωτικά να μιλούν για κουκουλοφόρους μάρτυρες, εμείς δεν θα υποχωρήσουμε από τη δέσμευση μας να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Δεν θα κάνουμε ούτε ένα βήμα πίσω από τη δέσμευση αυτή. Και πιστέψτε με σε αυτή την προσπάθεια θα έχουμε δίπλα μας ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Είναι άλλωστε –και δε το ξεχνάμε αυτό- και αυτός ένας από τους λόγους που μας εμπιστεύτηκε πριν από τρία χρόνια. Επειδή είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να δικαιώσουμε τις θυσίες της. Θυσίες τεράστιες, που έγιναν ακόμη μεγαλύτερες, επειδή κάποιοι αποφάσισαν να πλουτίσουν στις πλάτες του ελληνικού λαού. Γιατί αν τα χρόνια της ευημερίας η απαξία της κατάχρησης ήταν τεράστια, στα χρόνια του μνημονίου η κατάχρηση εξουσίας και η διασπάθιση δημόσιου χρήματος παίρνει τις διαστάσεις ύβρεως. Ύβρις απέναντι στο λαό, ύβρις απέναντι στις θυσίες του, ύβρις απέναντι στην πατρίδα. Ύβρις απέναντι σε κάθε πολίτη που είδε τα μνημόνια να ρημάζουν τη ζωή του και τη ζωή των παιδιών του.
Και εδώ πρέπει όλοι να σταθούμε και να αναλογιστούμε: Πόση ζημιά αλήθεια προξένησαν οι πρακτικές της διαφθοράς στην κοινωνική πλειοψηφία και στην εθνική οικονομία; Και δεν μιλάω μόνο για την καταρράκωση της εμπιστοσύνης, την υπονόμευση της ηθικής βάσης που κρατάει όρθιες τις κοινωνίες, δεν ομιλώ μόνο για τον ευτελισμό στο τέλος-τέλος της ίδιας της Δημοκρατίας. Μιλάω και για το οικονομικό κόστος το οποίο είναι πραγματικά ανυπολόγιστο. Μόνο κατά προσέγγιση μπορούμε σήμερα να το υπολογίσουμε. Από τις υπερκοστολογήσεις και τις μίζες στα εξοπλιστικά μέχρι την φαρμακευτική δαπάνη και από τα δημόσια έργα μέχρι τις προμήθειες του δημοσίου κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσο αληθινά κόστισε στον ελληνικό λαό και στη χώρα ο πλήρης εκφυλισμός της πολιτικής ελίτ, και οι ανίερες συναλλαγές της με αδίστακτους ολιγάρχες.
Μόνο για την υπόθεση της Νοβάρτις, που βγήκε τις τελευταίες ημέρες στη δημοσιότητα από την εισαγγελική έρευνα που έφτασε στη Βουλή, μόνο για την υπόθεση της Νοβάρτις, το κόστος είναι της τάξεως αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ. Σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς, μόνο από την υπερκοστολόγηση φαρμάκων για την περίοδο από το 2000 μέχρι το 2010, πριν μπούμε δηλαδή στα μνημόνια, το κόστος, η απώλεια, η ζημιά για το ελληνικό δημόσιο φτάνει στα 23 δις. Ένα μνημόνιο δηλαδή σχεδόν. Πρόκειται για πάνω από το 10% του ΑΕΠ. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι αυτά τα χρήματα έλειψαν από τα ταμεία των ασφαλισμένων. Και αυτό είναι μία από τις σημαντικότερες ίσως αιτίες που οδήγησαν το ασφαλιστικό μας σύστημα στα βράχια. Γιατί αν αυτά τα 23 δις έμεναν στα δημόσια ταμεία, ίσως τελικά να είχαμε αποφύγει συνολικά τη μνημονιακή περιπέτεια μετά το 2010.
Αλλά το πιο ανήθικο είναι αυτό που συνέβη μετά τα μνημόνια. Πιο ανήθικο είναι ότι το πάρτι που γινόταν πριν και μας οδήγησε στη χρεοκοπία, συνεχίστηκε και μετά. Γιατί, την ώρα που κάποιοι εκπρόσωποι του παλιού πολιτικού συστήματος έκοβαν συντάξεις και μείωναν κοινωνικές δαπάνες, την ώρα που πετσόκοβαν μισθούς και κατεδάφιζαν εργασιακά δικαιώματα, την ώρα που επέβαλαν δυσβάστακτους φόρους, φρόντιζαν να εξυπηρετούν με το αζημίωτο τις πολυεθνικές και τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες.
Σήμερα όμως νομίζω ότι μια και καλή ξεμπερδεύουμε και με μια κρατούσα χυδαιότητα από το 2010 και μετά, τη χυδαιότητα του «Μαζί τα φάγαμε».Και μάλιστα ξεμπερδεύουμε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Διότι δεν τα φάγαμε μαζί. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Πολιτικά τον ξέρουμε τον ένοχο, κι είναι γνωστή η αιτία. Και σας ζητώ να αναλογιστείτε όχι την ποινική- διότι δεν είμαστε δικαστές- ούτε καν την πολιτική ευθύνη- αυτή έχει ήδη πιστωθεί και θα ξαναπιστωθεί από τον ελληνικό λαό. Σας ζητώ να αναλογιστείτε την ηθική τους ευθύνη και εξαχρείωση. Η υγεία του απλού ανθρώπου, η υγεία των παιδιών του, η ίδια η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν ανάγκη από θεραπεία, περίθαλψη, αρωγή, να γίνεται συστηματικά και κυνικά, αντικείμενο της πιο σκληρής και ανήθικης κερδοσκοπίας. Και τώρα, ορισμένοι εξ αυτών δεν ντρέπονται, και δεν διστάζουν, να κραυγάζουν τι; Ότι δεν υπάρχει σκάνδαλο. Και ότι πολύ σύντομα θα ξεφουσκώσει. Ποιοι;
Οι αληθινοί κουκουλοφόροι, μιας και είναι της μόδας τώρα να επιτίθενται στους μάρτυρες με αυτό το χαρακτηρισμό, επειδή ο νόμος προβλέπει προστασία. Οι αληθινοί κουκουλοφόροι –επιτρέψτε μου να πω, μιας και είναι της μόδας τώρα να επιτίθενται στους μάρτυρες με αυτό τον χαρακτηρισμό, επειδή ο νόμος, ο ίδιος ο νόμος που οι ίδιοι ψήφισαν προβλέπει την προστασία τους. Οι αληθινοί κουκουλοφόροι με τα λευκά κολάρα, οι κουκουλοφόροι που είχαν θρονιαστεί σε υπουργεία και κρίσιμα πόστα για τη δημόσια υγεία, κουκουλοφόροι που έκαναν τον πόνο του λαού αντικείμενο μίζας και πλουτισμού, τώρα που η Δικαιοσύνη απειλεί να τους βγάλει τις κουκούλες και να τους αποκαλύψει, καταγγέλλουν τους μάρτυρες ως δήθεν κουκουλοφόρους. Ας είναι όμως. Θα το πω για άλλη μια φορά, εμείς θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, για να λάμψει η αλήθεια. Αλλά όχι μόνον αυτό. Διότι εδώ, πέραν του σκανδάλου που ήδη διερευνάται και θα διερευνηθεί περαιτέρω, πέρα δηλαδή από την έρευνα για την απόδοση πιθανόν ποινικών ευθυνών, υπάρχει και το μέγα ζήτημα της ζημιάς που υπέστη το ελληνικό δημόσιο. Θέλω λοιπόν να σας διαβεβαιώσω ότι η κυβέρνησή μας δεν θα παραιτηθεί από τη διεκδίκηση των χρημάτων που στέρησε από τον ελληνικό λαό η φαρμακευτική εταιρεία Νοβάρτις. Δεν θα πράξουμε εμείς αυτά που έπραξε η συγκυβέρνηση Σαμαρά –Βενιζέλου όταν παραιτήθηκε για χάρη της Siemens από τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων. Αντιθέτως, θα αξιοποιήσουμε κάθε δυνατότητα που μας δίνει το εσωτερικό αλλά και το διεθνές δίκαιο για να πάρουμε πίσω μέχρι και το τελευταίο ευρώ το οποίο εκλάπη από τον ελληνικό λαό.
Τώρα, επιτρέψτε μου, σε ότι αφορά τον θεσμικό χειρισμό της υπόθεση, από τη στιγμή που η εισαγγελέας έχει διαβιβάσει ως όφειλε, μια και προσέκρουσε σε πολιτικά πρόσωπα, διαβίβασε τον φάκελο στη Βουλή. Χωρίς ταλαντεύσεις θα κάνουμε ό,τι προβλέπεται θεσμικά για τη διερεύνηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών. Και η μόνη θεσμική οδός που έχουμε μπροστά μας είναι η πρόταση για τη συγκρότηση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης ώστε να εξεταστεί η δικογραφία, να διακριβωθεί αν υπάρχουν ικανοποιητικές ενδείξεις τέλεσης αδικημάτων αλλά και οι συνθήκες τέλεσής τους, ώστε να προσδιοριστούν και οι σχετικές εισαγγελικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Και εδώ, δεν είμαι νομικός, οφείλω εντούτοις να κάνω μερικές επισημάνσεις διότι ακούω πολλούς να ομιλούν για παραγεγραμμένα αδικήματα.
Καταρχάς να πω, πέρα από το νομικό, ότι αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα υπερασπιστική γραμμή η οποία ωστόσο, θα το παραδεχτείτε κι εσείς, μάλλον δεν βοηθάει καθόλου τους εμπλεκόμενους. Όποιος σήμερα αντί να μιλά για την ουσία της υποθέσεως και τη διερεύνηση της αλήθειας, μιλά για τη παραγραφή ελέω μάλιστα ενός κατάπτυστου νόμου περί ευθύνης υπουργών -αλλά και συνταγματικών προβλέψεων που έχουμε ήδη εξαγγείλει ότι θα καταργήσουμε στην Συνταγματική αναθεώρηση- που έχουμε εξαγγείλει ότι θα προχωρήσουμε, όποιος λοιπόν σήμερα μιλά για παραγραφή και όχι για διερεύνηση, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να κραυγάζει είτε ενοχή είτε επιθυμία συγκάλυψης. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που αφορά τη νομική ουσία: Το κλειδί σε αυτή την υπόθεση κρύβεται σε μια και μόνο φράση του νόμου περί ευθύνης υπουργών: Στη φράση «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Διότι μόνο τα αδικήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση καθηκόντων υπουργών παραγράφονται μετά την παρέλευση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας που προβλέπει το Σύνταγμα.
Τα υπόλοιπα αδικήματα, αυτά που πιθανώς θα κριθεί ότι δεν εντάσσονται στην άσκηση των καθηκόντων έχουν την παραγραφή που προβλέπει ο κοινός ποινικός νόμος και όχι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών. Και στο ερώτημα το κρίσιμο, ποιος θα το κρίνει αυτό, η απάντηση είναι σαφής: Μοναδικός αρμόδιος για λογαριασμό της Βουλής, προκειμένου να κρίνει, βάση της ερμηνείας του νόμου αλλά και των πραγματικών περιστατικών, δεν είναι άλλος από την επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης. Αλλά θα μείνω εδώ, δεν θα πάω παραπέρα. Η επιτροπή φαντάζομαι, μιας και όλα τα κόμματα έχουν δηλώσει ότι θα την υπερψηφίσουν, σχεδόν όλα, θα συγκροτηθεί, θα βγάλει το πόρισμα της και η Βουλή θα αποφασίσει στη βάση αυτού το πώς πρέπει να πράξει.
Αφήνω όμως τώρα το νομικό και θέλω να επιστρέψω στο πολιτικό σκέλος της υπόθεσης, το οποίο για μας έχει και τη μεγαλύτερη αξία. Από την υπόθεση αυτή προκύπτουν κρίσιμα ερωτήματα, που δεν αφορούν τους φερόμενους ως εμπλεκόμενους, κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον κ. Μητσοτάκη και τη μεταλλαγμένη ΝΔ της οποίας ηγείται. Γιατί το θέμα δεν είναι ότι απλώς έχουν υιοθετήσει μια στάση πλήρως προκλητική και απαράδεκτη, για να μην πω χυδαία και ενοχική. Το πρόβλημα είναι ότι έχουν αποδυθεί σε μια επιχείρηση εκφοβισμού, απειλών, και εκβιασμού των μαρτύρων, των αρμόδιων εισαγγελέων και συλλήβδην της ελληνικής Δικαιοσύνης. Κινούνται στη γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, για να πετύχουν βίαια ότι δεν μπορούν να πετύχουν με δημοκρατικά μέσα. Απλώνουν μια μαύρη σκιά πάνω από τη Δικαιοσύνη και τη χώρα. Με την ελπίδα να καλύψουν, έτσι, τις πολιτικές τους ευθύνες, για το σκάνδαλο στο φάρμακο, το σκάνδαλο διασπάθισης δημόσιου χρήματος στην υγεία αλλά και τις πιθανές ποινικές ευθύνες κάποιων, αν αυτές αποδειχθούν, στο συγκεκριμένο σκάνδαλο Νοβάρτις.
Δημόσια, ανοιχτά, απροκάλυπτα, αντικαθιστούν τις πολιτικές πρακτικές με πρακτικές εκφοβισμού, παρακράτους, κουκούλας. Και αναρωτιέμαι: Ποιος κυβερνά τελικά αυτό το κόμμα; Το ιστορικό αυτό κόμμα; Τι σχέση έχει η σημερινή ΝΔ της εμφύλιας ρητορείας, της υπονομευτικής αμετροέπειας, της διχαστικής γραμμής, με το συντηρητικό κόμμα της τάξης, της νομιμοφροσύνης, της δημοκρατικής αυστηρότητας, της λαϊκής Δεξιάς, με τις μεγάλες διαφορές που είχαμε πάντοτε ιστορικά, από τότε που ιδρύθηκε ως σήμερα. Ο καθένας έχει βέβαια το δικαίωμα, το αναφαίρετο δικαίωμα να υπερασπίζεται τον εαυτό του όπως νομίζει καλύτερα, όταν κατηγορείται για εγκληματικές πράξεις. Αλλά με ποια στοιχεία ένα κόμμα, που διεκδικεί μάλιστα την κυβέρνηση, καταγγέλλει σημεία, τέρατα, και σκευωρίες; Πώς η άψογη μέχρι χθες Δικαιοσύνη μεταμορφώθηκε εν μια νυκτί σε συνεργό της κυβέρνησης στήνοντας δικογραφίες; Η αγία μετατράπη σε μια νύχτα σε πόρνη. Περί αυτού πρόκειται.
Ποιο Σύνταγμα, και ποιος νόμος, επιτρέπει να απειλούνται μάρτυρες και δικαστικοί λειτουργοί και (εδώ έγραφε από) φορείς του πολιτικού συστήματος; Ποιος έδωσε το δικαίωμα αυτό στον κ. Μητσοτάκη να στρέφεται εναντίον θεσμών και βεβαίως να μετατρέπει την παράταξή του σε όχλο στήριξης κάποιων από τις γραμμές της που φέρεται να εμπλέκονται σε ένα σοβαρό σκάνδαλο; Ξέρετε, αυτό δεν έχει ξαναγίνει στην πολιτική ζωή του τόπου. Να διασύρονται και να εκφοβίζονται ανοιχτά εισαγγελικοί λειτουργοί, επειδή ασκούν το λειτούργημά τους. Κι επειδή, εντάξει, έχουμε συνηθίσει την έντονη πολιτική αντιπαράθεση, αλλά αυτό ξεπερνά τα όρια, αυτό το αστείο πρέπει να τελειώσει.
Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να μιλήσει με ονόματα. Να μας πει ποιος είναι αυτός που έστησε αυτή την σκευωρία που επικαλείται. Να μας πει ποιοι είναι οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί οι οποίοι κινήθηκαν κατ' εντολή της κυβέρνησης; Να ας πει ποιος είναι αυτός που έχει αυτή την τεράστια υπερεθνική δύναμη και έστησε τις εκθέσεις του FBI και κατάφερε να εμπλέξει στη σκευωρία τις αμερικάνικες αρχές, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, την αμερικάνικη Πρεσβεία, δικαστές, εισαγγελείς και μάρτυρες; Για να τελειώνει το αστείο. Τον καλώ να δώσει άμεσα απαντήσεις. Αν δεν τις έχει, τις απαντήσεις –που δεν τις έχει, ας μην ξανατολμήσει να επαναλάβει την κατηγορία περί σκευωρίας. Και να αναγνωρίσει ότι υπάρχει σκάνδαλο. Και αν του έχει μείνει έστω ελάχιστη αξιοπρέπεια, να συνδράμει κιόλας και θα είναι καλοδεχούμενο- στην αποκάλυψη της αλήθειας. Αλλά, ξέρετε, έχω την αίσθηση ότι δεν του έχει μείνει πολιτικό σθένος ώστε να το κάνει αυτό. Διότι είναι φανερό ότι έχει χάσει πλέον τον έλεγχο και είναι όμηρος μιας ακροδεξιάς ομάδας στο εσωτερικό του κόμματος του.
Εμείς όμως σε κάθε περίπτωση θα προχωρήσουμε. Θα κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για την αποκάλυψη της αλήθειας. Και να είστε βέβαιοι ότι στο τέλος της ημέρας, όσες απειλές και εκβιασμοί, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί. Και τότε ο καθένας θα αναλάβει αυτό που του αναλογεί.
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Οι συγκλονιστικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών δεν πρέπει και δεν θα επιτρέψουμε σε καμία περίπτωση να μας αποσπάσουν από τον στρατηγικό μας σχεδιασμό. Δεν πρέπει και δεν θα επιτρέψουμε η συζήτηση που διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα να είναι μονομερής και να αφορά μονάχα τις διαδικασίες που θα ακολουθήσουν και εντός της Βουλής και βεβαίως κυρίως στη Δικαιοσύνη για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Ο στρατηγικός μας σχεδιασμός είναι η έξοδος της χώρας από τα προγράμματα επιτροπείας, είναι η έξοδος από την κρίση με τις λιγότερες δυνατές απώλειες και η παραγωγική ανασυγκρότηση, η αναπτυξιακή ανασυγκρότηση, η θεμελίωση μιας άλλης Ελλάδας, με άλλη προοπτική, με κοινωνική δικαιοσύνη και με σταδιακή αλλά ουσιαστική επούλωση των πληγών, που βεβαίως τα ασθενέστερα κοινωνικά τμήματα, κυρίως αυτά, είχαν κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Αυτός ο δρόμος αν και δύσβατος, για πρώτη φορά φαίνεται ότι φτάνει στο τέλος του. Βρισκόμαστε στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων για την έξοδο από την μνημονιακή επιτροπεία, την οριστική έξοδο από τη μνημονιακή επιτροπεία, μετά από 8 χρόνια, το καλοκαίρι, τον Αύγουστο του 2018, τον ερχόμενο Αύγουστο. Και πιστεύω ότι δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έχουμε ήδη καταφέρει να γυρίσουμε τη σελίδα της ελληνικής οικονομίας. Οι προϋποθέσεις για την έξοδο δεν ήταν ποτέ καλύτερες απ’ ότι είναι σήμερα.
Σήμερα έχουμε καταφέρει κάτι που λίγα χρόνια πριν φαινόταν ακατόρθωτο, να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία της χώρας. Δείκτης ήταν η προ ημερών επιτυχημένη έξοδος στις αγορές χρήματος. Και μάλιστα με επιτόκιο που μας οδηγεί στα χρόνια εκείνα που δεν υπήρχε η έννοια καν της κρίσης στο μυαλό μας. Από το 2005-2006 είχε να ξαναδεί η χώρα τέτοια επιτόκια, 3,375% ήταν το επταετές με το οποίο βγήκαμε στις αγορές την προηγούμενη Παρασκευή. Επιτόκιο εξαιρετικά σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι την εβδομάδα που βγήκαμε στις αγορές υπήρξαν συνθήκες αναταράξεων στα διεθνή χρηματιστήρια, κι εμείς, παρόλα αυτά, αποδείξαμε εμπράκτως ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πορεία απεγκλωβισμού από την επιτροπεία και από την ανάγκη διατήρησης του δανεισμού από τον επίσημο τομέα. Κανείς στην Ευρώπη λοιπόν σήμερα δεν συζητά οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο πέρα από την έξοδο, την οριστική έξοδο από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018. Και μάλιστα την έξοδο χωρίς πιστοληπτικές γραμμές, χωρίς δυσβάστακτες προϋποθέσεις για τον ελληνικό λαό και την ελληνική οικονομία.
Μέσα σε αυτό το δεδομένο θα κληθούμε τους επόμενους μήνες να συνεχίσουμε τις ουσιαστικές διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας. Με δύο κυρίως ζητήματα στην ημερήσια διάταξη: Πρώτον την οριστική συμφωνία και την τελική αποσαφήνιση των όρων για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους Και δεύτερον το καθεστώς στο οποίο θα βρεθεί η χώρα στη μεταμνημονιακή περίοδο, μετά το τέλος των μνημονίων.
Ένα καθεστώς στο οποίο η όποια εποπτεία θα είναι αντίστοιχη της εποπτείας που υφίσταται ήδη στις άλλες χώρες της ευρωζώνης που έχουν τελειώσει προγράμματα στήριξης, που μπήκαν κι αυτές σε μνημονιακή περιπέτεια, πολύ μικρότερη όμως απ’ ότι αυτή στην οποία μπήκε η χώρα μας. Και η όποια αυτή εποπτεία θα γίνεται στη βάση του στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδίου του δικού μας, αυτού που εμείς θα προετοιμάσουμε και θα προτείνουμε στο πλαίσιο της 4ης αξιολόγησης. Αν θέλετε, αυτή είναι ίσως για μένα η μεγαλύτερη πρόκληση της περιόδου. Να συμβάλουμε όλοι στη δημιουργία αυτού του σχεδίου που θα καθορίζει τον ορίζοντα και τις προτεραιότητες της πολιτικής μας για την επόμενη τετραετία. Για την οικοδόμηση ενός αναπτυξιακού μοντέλου για τη χώρα που θα οργανώνει αυτό που ονομάζουμε δίκαιη ανάπτυξη. Με προτεραιότητα την υψηλή προστιθέμενη αξία, την καινοτομία, την ταχεία αποκατάσταση θέσεων εργασίας, την αύξηση των μισθών, την αποκατάσταση των εργασιακών δικαιωμάτων και την προστασία του περιβάλλοντος. Από αυτό ακριβώς το αναπτυξιακό σχέδιο εξαρτάται και η επιτυχία μας. Από αυτό το σχέδιο εξαρτάται και η επίτευξη του στόχου μας που δεν είναι άλλος από το να περάσουμε σε μια νέα εποχή ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Και όχι φυσικά να επιστρέψουμε στις στρεβλώσεις, στους ανορθολογισμούς και στην ταξική μονομέρεια της περιόδου πριν από το Μνημόνιο.
Συντρόφισσες και Σύντροφοι,
Με βάση το ίδιο σκεπτικό, την αποκατάσταση δηλαδή των στρεβλώσεων του παρελθόντος, πορευόμαστε και σε άλλα κρίσιμα θέματα που αντιμετωπίζουμε. Κρίσιμα εθνικά θέματα, όπως και αυτό της διαπραγμάτευσης για την ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Δεν θέλω να επανέλθω σε πράγματα και θέσεις γνωστές. Έχουμε αναλάβει μια μεγάλη ευθύνη. Να κλείσουμε ένα κεφάλαιο που κόστισε στη χώρα οικονομικά, διπλωματικά και πολιτικά. Να το κλείσουμε με αξιοπρέπεια και πατριωτική ευθύνη. Και κυρίως να αποτρέψουμε χειρότερα στο μέλλον για τη χώρα. Και επιτρέψτε μου εδώ ορισμένες επισημάνσεις.
Πριν μια βδομάδα είχαμε ένα μεγάλο συλλαλητήριο στην Αθήνα. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Ορισμένοι είπαν ότι η κυβέρνηση αγνοεί τους διαδηλωτές. Δεν είναι αλήθεια. Δεν αγνοούμε κανέναν Έλληνα πολίτη που εκφράζει τη γνώμη του ελεύθερα. Δεν αγνοούμε μικρότερες σε όγκο διαδηλώσεις, και ολιγάριθμων πολιτών, που έρχονται να διατυπώσουν την άποψή τους. Δεν αγνοούμε κανέναν. Πόσο δε μάλλον, όταν είχαμε μια μεγάλη εκδήλωση. Όμως θα ήθελα να αναρωτηθώ. Ποιο ήταν το μήνυμα αυτής της διαδήλωσης; Είναι το μήνυμα η ελληνικότητα της ιστορίας της Μακεδονίας και του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της κληρονομιάς του; Αν είναι αυτό, νομίζω ότι κρούουν ανοιχτές πόρτες. Είναι το μήνυμα να μην επιδιώξουμε λύση στο πρόβλημα, που είναι ανοιχτό από το 1992; Αν είναι αυτό το μήνυμα, είναι λάθος, είναι σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων. Ή μήπως το μήνυμα είναι όπως είπαν και πολλοί εκ των ομιλητών, μη δώσετε το όνομα Μακεδονία; Αν αυτό είναι το αίτημα, δεν είναι να κρίνουμε αν είναι λάθος ή σωστό, γιατί πριν κρίνουμε αν είναι λάθος ή σωστό, πρέπει να πούμε την αλήθεια. Ότι είναι εκτός πλαισίου πραγματικότητας. Και αυτό γιατί ούτε αυτή η κυβέρνηση ούτε και κάθε άλλη μετά το 92, δεν αντιμετωπίζει τέτοιο δίλημμα, να δώσει κανένα όνομα. Πολύ απλά γιατί το όνομα Μακεδονία η Ελλάδα, καλώς η κακώς, το έχει αποδεχθεί εδώ και πολλά χρόνια. Το αποδέχτηκε από τον πόλεμο και μετά ως την επίσημη ονομασία, το όνομα της αυτόνομης δημοκρατίας παλιότερα σοσιαλιστικής, αργότερα ομόσπονδης της Γιουγκοσλαβίας. Το αποδέχτηκε με την αποδοχή της ονομασίας τους ως ανεξάρτητο κράτος μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το 1992, αποδεχόμενη ως προσωρινή ονομασία, αλλά προσωρινή που τείνει να γίνει κάτι περισσότερο από μόνιμη εδώ και 25 και πλέον χρόνια, υπό τον όρο ΠΓΔΜ. Τι είναι αυτό το Μ; Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έχει αποδεχθεί.
Άρα, αυτό που καλείται μέσα από διαπραγμάτευση η χώρα, η κυβέρνηση για τη χώρα, δεν είναι να δώσει κάτι που έχει δοθεί από κάποιους άλλους, είναι να πάρει πίσω. Τι να πάρει πίσω; Να πείσει τους γείτονες να σταματήσουν να χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία δίχως προσδιορισμό, που θα καθιστά σαφές ότι δεν έχει σχέση ούτε γεωγραφική ούτε ιστορική με την Ελληνική Μακεδονία. Να τους πείσει, αν θέλετε να κάνω κι ένα βήμα παραπάνω, να μην σφετερίζονται, να δώσουν πίσω σύμβολά που δεν τους ανήκουν. Και ονόματα που δεν τους ανήκουν. Και έγιναν σημαντικά βήματα με την αποδοχή μετά το Νταβός της μετονομασίας του αεροδρομίου, που λεγόταν αεροδρόμιο «Μέγας Αλέξανδρος» και της εθνικής οδού που ενώνει τη Θεσσαλονίκη με τα Σκόπια. Και να τους πείσει να σταματήσουν παντού τις αλυτρωτικές αναφορές.
Δεν θέλω να ισχυριστώ ότι πρόκειται για μια εύκολη διαπραγμάτευση. Δεν θα είναι εύκολη. Ισχυρίζομαι όμως ότι είναι ο μόνος δρόμος. Έχουμε κάνει ήδη πολλά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση και είναι πραγματικά κρίμα που η εθνική γραμμή της χώρας, έτσι όπως είναι ξεκάθαρη από την εποχή της ενδιάμεσης συμφωνίας και μετά, και όπως διατυπώθηκε και στο Βουκουρέστι αλλά και στην ελληνική Βουλή σε αλλεπάλληλες προγραμματικές δηλώσεις από τότε κυβερνήσεις της ΝΔ, δεν υποστηρίζεται από τον κ Μητσοτάκη και τη σημερινή Ν.Δ. Που για άλλη μια φορά εμφανίστηκε πολύ κατώτερος των περιστάσεων. Και άλλαξε την πάγια πολιτική θέση τη δική του αλλά και του κόμματός του, συρόμενος από τους ακροδεξιούς συνοδοιπόρους εντός του κόμματός του. Και αναρωτιέμαι. Γιατί άραγε;
Κάποιοι ανοήτως έσπευσαν να πουν την περασμένη βδομάδα ότι το μέγα αυτό σκάνδαλο της Νοβάρτις στήθηκε τα τελευταία 24ωρα για να ξεχαστεί το Μακεδονικό. Δηλαδή, στήθηκε μια υπόθεση που εξετάζεται 1,5 χρόνο από τις ελληνικές και ξένες διωκτικές αρχές με πάνω από 250.000 σελίδες καταθέσεων, δικογραφίες κλπ. Για να αλλάξουμε, λέει, εμείς την ατζέντα. Το αφήνω ασχολίαστο, αλλά θέτω ένα ερώτημα. Μήπως τελικά το αντίθετο συνέβη; Μήπως ορισμένοι, γνωρίζοντας πολύ καλά τι έρχεται, έσπευσαν να αλλάξουν αίφνης τις πάγιες θέσεις τους σε ένα εθνικό θέμα, μπας και βρούνε κάλυψη στους ετερόκλητους όχλους των συλλαλητηρίων; Μήπως κάποιοι έσπευσαν να κάνουν αυτό που γνωρίζουν χρόνια; Δηλαδή τι; Να πουλήσουν πατριωτισμό για να διαπραγματευτούν την κάλυψή τους και τη συγκάλυψη των πρακτικών και των επιλογών τους; Θέτω ένα ερώτημα. Και το θέτω στην κρίση και τη δική σας αλλά και του ελληνικού λαού που μας παρακολουθεί.
Εμείς συντρόφισσες και σύντροφοι, δεν έχουμε άλλο δρόμο πέραν του δρόμου της υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων, να κάνουμε το καθήκον μας να προστατεύσουμε τη χώρα. Δεν έχουμε άλλο δρόμο από το να συνεχίσουμε τη διαπραγμάτευση με τους γείτονες μας για να βρούμε μια κοινά αποδεκτή λύση, χωρίς ζιγκ-ζαγκ, χωρίς επιστροφές και χωρίς υποχωρήσεις. Και βεβαίως η λύση αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από μια σύνθετη ονομασία με ισχύ έναντι όλων, για όλες τις χρήσεις. Πράγμα που φυσικά προϋποθέτει και συνταγματική αλλαγή προκειμένου η ονομασία να είναι όντως όπως λέμε erga omnes, δηλαδή για όλες τις χρήσεις, δεν μπορεί να είναι μία η χρήση στο εξωτερικό και άλλη να είναι η ονομασία στο Σύνταγμα Αλλά βεβαίως προϋποθέτει και την απόσυρση, όπως προείπα, κάθε υπόνοιας αλυτρωτισμού από παντού. Αυτό είναι το μοναδικό πλαίσιο που εγγυάται τη λύση του προβλήματος και το πέρασμα σε μια νέα εποχή για ολόκληρα τα Βαλκάνια. Μακριά από τους εθνικισμούς, τους φανατισμούς και τη μισαλλοδοξία. Και αν θέλετε εμείς είμαστε οι μοναδικοί που μπορούμε να διεκδικήσουμε και να εξασφαλίσουμε μια τέτοια λύση. Όπως είμαστε οι μοναδικοί που μπορούμε να εγγυηθούμε την έξοδο της χώρας από τη μνημονιακή επιτροπεία.
Αναλαμβάνουμε λοιπόν την ευθύνη. Να μετατρέψουμε την Ελλάδα από μια χώρα σε παρακμή, από μια χώρα φοβισμένη και ανήμπορη σε μια χώρα πρωτοπόρα στην οικονομία σε έναν φάρο ασφάλειας, σταθερότητας και αξιοπιστίας στην ευρύτερη περιοχή. Από μια χώρα παράδειγμα προς αποφυγή, σε μια χώρα παράδειγμα προς μίμηση. Από μία χώρα μέρος του προβλήματος, σε μια χώρα μέρος της λύσης. Με καθημερινή μέριμνα για τους πολίτες, με καθημερινή μέριμνα για την κοινωνική πλειοψηφία, για τη δικαιοσύνη, για την ισότητα, για την προστασία της εργασίας, για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας αλληλεγγύης και φροντίδας για τους αδύναμους.
Με αυτά τα συνθήματα, φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, γραμμένα στις σημαίες μας κερδίσαμε τρία χρόνια πριν δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτά είναι τα συνθήματα μας οδηγούν και σήμερα. Αυτά τα συνθήματα παλεύουμε για να δικαιώσουμε. Και θα τα δικαιώσουμε. Είμαι πλέον σίγουρος γι αυτό. Θα τα δικαιώσουμε.