Ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη
στην παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Βασιλείου
«Προεδρία: Οικοδομώντας το μέλλον»
Κυρίες και κύριοι,
Είναι για μένα μεγάλη τιμή να μιλήσω σήμερα στην παρουσίαση του δεύτερου τόμου της αυτοβιογραφίας του Προέδρου Βασιλείου. Είναι γνωστό ότι οι βιογραφίες πολιτικών ηγετών - και ιδιαίτερα οι αυτοβιογραφίες - λαμβάνουν ενίοτε χαρακτήρα αγιογραφίας. Οι ηγέτες περιβάλλονται από λάμψη που αποκλείει κάθε κριτική - πόσο μάλλον αμφισβήτηση. Από την άποψη αυτή, είναι σημαντικό ότι ο Πρόεδρος Βασιλείου επιχειρεί σε πολλά σημεία να κάνει την αυτοκριτική του. Άμεση και έμμεση. Ασφαλώς αυτό συναρτάται με το ότι ο Γιώργος Βασιλείου ήταν μια μοναδική περίπτωση ενός «μη πολιτικού» πολιτικού.
Η εκλογή του διέψευσε το δόγμα που επιμένει ότι δεν υπάρχει «εξ αποκαλύψεως» πολιτική. Επιβεβαίωσε όμως και το ότι στην πολιτική δεν μπορεί κανείς να τα κάνει όλα μόνος του. Και εδώ εντοπίζω ένα παράδοξο που ισχύει στην περίπτωση του Γιώργου Βασιλείου. Ενώ ήταν πραγματιστής σε ό,τι αφορούσε τα κοινά, υπήρξε ρομαντικός σε ό,τι αφορούσε τον ίδιο ως πολιτικό πρόσωπο. Ο Γιώργος Βασιλείου βλέπει τους άλλους Προέδρους της Κύπρου - δίχως εξαίρεση - «ως Προέδρους κυρίως του κόμματος τους ή του συνασπισμού που τους υποστήριζε» - σε αντίθεση με τον ίδιο που ήταν «Πρόεδρος όλων των Κυπρίων και όχι του Κόμματός του» (σελ.27-28). Μάλιστα συχνά αναφέρεται επικριτικά στους λοιπούς πολιτικούς αρχηγούς ως «κομματάρχες». Η διαφορά βέβαια έγκειται βασικά στο ότι ο ίδιος δεν είχε κόμμα. Και αυτό το γεγονός είναι που κάνει την περίπτωση Βασιλείου τόσο ξεχωριστή. Όμως το κόμμα είναι το κύτταρο της δημοκρατίας. Δίχως κόμμα δεν νοείται δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Αυτό ισχύει σε απόλυτο βαθμό στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Και σε μεγάλο βαθμό στις προεδρικές δημοκρατίες.
Ο ηγέτης σε μια δημοκρατία όσο κι αν είναι φωτισμένος και ικανός, δεν μπορεί να λειτουργεί έξω από το πλαίσιο οργάνωσης του πολιτικού συστήματος. Η μη συμβατική ανάδειξη του Γιώργου Βασιλείου στην Προεδρία υπήρξε η μεγάλη ευκαιρία του αλλά και η βασικότερη αδυναμία του. Διότι δεν αποδέχθηκε ποτέ τη συχνά ασφυκτική λογική των κομματικών συσχετισμών και μηχανισμών και έτσι οδηγήθηκε στην απρόσμενη για τον ίδιο ήττα του, παρότι η Προεδρία του ήταν συνολικά ιδιαίτερα επιτυχημένη. Παραδέχεται ότι ενώ είχε Πρόγραμμα διακυβέρνησης, δεν είχε κάνει καμία προετοιμασία μέχρι την ημέρα της εκλογής του σχετικά με τα πρόσωπα που θα εφάρμοζαν το Πρόγραμμά του. Δηλαδή, δεν ήξερε μέχρι την τελευταία στιγμή με ποιους θα κυβερνήσει.
Ο ίδιος θεωρεί ότι επρόκειτο για συνειδητή επιλογή και απόδειξη αρετής. Με την έννοια ότι δεν είχε δεσμεύσεις και ότι δεν είχε τάξει θώκους για να αποκομίσει ψηφοθηρικά οφέλη. Όμως η διακυβέρνηση μιας χώρας είναι συλλογική υπόθεση. Ο ηγέτης θα πρέπει να έχει δοκιμάσει τους συνεργάτες του και να έχει ζυμωθεί με αυτούς ώστε να είναι έτοιμος να τους αξιολογήσει. Να τοποθετήσει τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση και να τον περιβάλλει με τη στήριξη και την εμπιστοσύνη του. Αυτό ο Γιώργος Βασιλείου δεν το είχε κάνει.
Και είναι αρκετά οξύμωρο ότι, για παράδειγμα, κράτησε ως ΥΠΕΞ τον Γιώργο Ιακώβου, που ήταν ο ΥΠΕΞ του Σπύρου Κυπριανού, και που είχε χαράξει την πολιτική της «πρόταξης» στο εθνικό ζήτημα - μιας πολιτικής που ο Βασιλείου αντιμαχόταν έντονα. Επίσης, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει υπουργούς που είχαν θητεύσει παλιότερα υπό τον Πρόεδρο Μακάριο και τον Πρόεδρο Κυπριανού και να ζητήσει από τον Κληρίδη πολιτικούς του ΔΗΣΥ για να στελεχώσει την κυβέρνησή του. Οι επιλογές υπουργών από το ΑΚΕΛ ήταν αναμενόμενες, δεδομένου ότι το κόμμα είχε υποστηρίξει την υποψηφιότητα Βασιλείου. Όμως, σε κάθε περίπτωση, η πλειοψηφία των Υπουργών του -ιδιαίτερα στα καίρια χαρτοφυλάκια - είχε αναφορές σε άλλους πολιτικούς αρχηγούς. Ο ίδιος ο Βασιλείου απέρριψε και την ιδέα της δημιουργίας νέου κόμματος όταν βρέθηκε στην Προεδρία – όπως έπραξε για παράδειγμα ο Εμανουέλ Μακρόν.
Παρότι και αυτό το παρουσιάζει ως αποτέλεσμα συνειδητής ενάρετης επιλογής («δεν ήθελα να γίνω κομματάρχης»), παραδέχεται ωστόσο ότι μια τέτοια επιλογή θα τον έφερνε σε ευθεία αντιπαράθεση με το ΑΚΕΛ. Ο απόλυτα ανεξάρτητος βρέθηκε τελικά εκ των πραγμάτων ιδιότυπα εξαρτημένος. Καταρχάς από το ΑΚΕΛ αλλά και από μια Βουλή που δεν ήλεγχε. Και βέβαια, η διάσπαση του ΑΚΕΛ το 1989 ήταν άλλος ένας ανασταλτικός παράγων. Όπως ο ίδιος παραδέχεται: «για να προχωρήσεις πρέπει να είσαι έτοιμος να διαχωρίζεις το ουσιώδες από το επουσιώδες και να συμβιβάζεσαι» σελ.36. Δεν ήταν όμως έτοιμος να συμβιβαστεί με όσα ο ίδιος θεωρούσε «ουσιώδη». Και έτσι - ασυμβίβαστα - οδηγήθηκε σε ήττα (αν και οριακή - 2.200 ψήφοι ήταν η διαφορά) από τον Γλαύκο Κληρίδη το 1993. Όπως ο ίδιος ομολογεί (σελ.500), την ήττα δεν την περίμενε.
Και αυτό δείχνει την πολιτική του αδυναμία να ανεχθεί ορισμένα πολιτικά αυτονόητα. Γράφει: «δεν έλαβα υπόψη μου ότι πολλοί ψηφοφόροι κρίνουν με βάση το προσωπικό συμφέρον και αδιαφορούν για το εθνικό καλό». (σελ.501) Γράφει με παρρησία και με διάθεση αυτοκριτικής: «Δεν θέλησα να δεχθώ ότι για να φτάσεις στον στόχο σου, δεν μπορείς πάντα να οδεύεις από την κύρια λεωφόρο αλλά πρέπει να χρησιμοποιείς και παράπλευρους δρόμους». (σελ.502) Το βιβλίο του Βασιλείου είναι γεμάτο από προσωπικές αφηγήσεις και σκέψεις που φωτίζουν με συνέπεια μια σημαντική πενταετία για την Κύπρο. Αποτελεί ουσιαστικά έναν απολογισμό της διακυβέρνησης της Κύπρου, από τον Φεβρουάριο 1988 που εκλέχτηκε Πρόεδρος ως τον Φεβρουάριο του 1993 που ηττήθηκε στις εκλογές.
Ήταν λοιπόν ο πρώτος και μοναδικός Πρόεδρος εκτός πολιτικού συστήματος. Και αυτό από μόνο του αποτελεί σημαντικό γεγονός. Στο πρόσωπό του οι πολίτες είδαν την αναγκαία αλλαγή. Εισέπραξε την αμφισβήτηση του κατεστημένου πολιτικού συστήματος. Αλλά και την αισιοδοξία ότι ένας πραγματιστής τεχνοκράτης θα μπορούσε να υπηρετήσει καλύτερα το κοινό αγαθό. Η εκλογική επιτυχία του ήταν συνδυασμός της αποτυχίας των πολιτικών κομμάτων αλλά και της προσωπικότητάς του που πρέσβευε το καινούργιο. Την επανάσταση της λογικής. Ο Βασιλείου πολιτεύτηκε με αναλυτικό Πρόγραμμα - κάτι πρωτόγνωρο για την Κύπρο. Μάλιστα κατέθεσε και λεπτομερές πρόγραμμα 100 ημερών. Εισάγοντας μια λογική ”project management” στην πολιτική. Αποτελεί αξιοθαύμαστο επίτευγμα η συνεπής υλοποίηση του προγράμματος των 100 ημερών. Έθεσε τις στέρεες βάσεις για την υλοποίηση του κυβερνητικού του προγράμματος της πενταετίας. Πολιτεύτηκε με αρχές και αξίες. Υπό την έννοια αυτή υπήρξε ένας αδιαμφισβήτητος statesman: Στο νου του είχε το μακροπρόθεσμο όφελος του τόπου του και των επόμενων γενεών. Όχι το βραχυπρόθεσμο όφελος που θα τον διατηρούσε στην εξουσία. Και βέβαια, υπό αυτό το πρίσμα, δεν κατάφερε να επανεκλεγεί το 1993.
Όμως το έργο που πρόλαβε να ολοκληρώσει ήταν σημαντικό. Όχι μόνο ως μεταρρυθμιστής της Κύπρου αλλά και ως πραγματιστής στην αντιμετώπιση του εθνικού ζητήματος. Η πενταετία Βασιλείου ουσιαστικά αναδιοργάνωσε τις δομές του κυπριακού κράτους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 – όπως και στην Ελλάδα άλλωστε - το πελατειακό κράτος ήταν στο απόγειό του. Μεθοδικά καταπολέμησε τον κομματισμό, και δημιούργησε νέους θεσμούς όπως ο Επίτροπος Διοικήσεως (Ombudsman), η Υπηρεσία Περιβάλλοντος (για πρώτη φορά μάλιστα χαράσσεται τότε πολιτική για το περιβάλλον στην Κύπρο) αλλά και το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Για το Πανεπιστήμιο Κύπρου θέλω να κάνω μια ειδική αναφορά. Ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1992 με μόλις 486 φοιτητές. Θεμελιώθηκε πάνω σε φιλελεύθερες αρχές αυτονομίας, μακριά από τον πνιγηρό κρατικό εναγκαλισμό. Σήμερα, αριθμεί πάνω από 600 καθηγητές και επιστημονικό προσωπικό. Πάνω από 400 άτομα διοικητικό προσωπικό. Έχει φοιτητές από πάνω από 50 χώρες του κόσμου. Σημειώνει σημαντική πρόοδο στις διεθνείς κατατάξεις (rankings) πανεπιστημίων και χρηματοδοτείται κατά 50% περίπου από ιδιωτική χρηματοδότηση.
Η οικονομία την περίοδο 1988-1993 σημείωσε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 6,7%. Ήταν ο μεγαλύτερος που γνώρισε ποτέ η Κύπρος. Η δημοσιονομική του πολιτική στηρίχθηκε στο νοικοκύρεμα του κράτους, στη σταδιακή μείωση του ελλείματος του προϋπολογισμού, σε φορολογική μεταρρύθμιση με στόχο την μείωση των φορολογικών συντελεστών και παράλληλη πάταξη της φοροδιαφυγής. Αξίζει να σταθούμε λίγο εδώ καθώς η φορολογική μεταρρύθμιση ήταν πράγματι δραστική. Ο Βασιλείου κατήργησε μονομιάς όλες τις φοροαπαλλαγές. Γράφει σχετικά (σελ. 304) «Οι διάφορες απαλλαγές, εξαιρέσεις και επιστροφές από άμεσους και έμμεσους φόρους είχαν επεκταθεί στο σημείο να χάσουμε πλήρως τη δυνατότητα ελέγχου της κατάστασης».
Επιπλέον καθόρισε την βασική αρχή ότι όλα τα μέτρα κοινωνικής φύσεως θα προωθούντο μέσω δαπανών και όχι φορολογικών εκπτώσεων. Ο εξορθολογισμός του φορολογικού συστήματος, η μείωση των φόρων και οι μεταρρυθμίσεις στο Κράτος, οδήγησαν σε σημαντικές επιτυχίες στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων με ετήσια αύξηση 10%. Οι επενδύσεις είχαν ως αποτέλεσμα την τόνωση της πραγματικής οικονομίας και την επίτευξη της δυναμικής ανάπτυξης. Τον Μάιο του 1992 συνέδεσε την κυπριακή λίρα με το ECU, καθοριστικό βήμα αρχικά για την προσέγγιση της Κύπρου με την Ε.Ε. και αργότερα για την ένταξή της στην ευρωζώνη. Παράλληλα, το 1990 υπέβαλε την αίτηση ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε., που επιτεύχθηκε το 2004. Είναι γνωστός ο πρωταγωνιστικός ρόλος που είχε ο Βασιλείου, μετέπειτα ως επικεφαλής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Το γεγονός και μόνο ότι εκλήθη να προσφέρει στην επίτευξη αυτού του ζωτικού εθνικού στόχου για την Κύπρο από πολιτικούς του αντιπάλους, αποτελεί μια σαφή αναγνώριση στην αξία και το πρόσωπό του. Είναι σημαντικές και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι αναφορές στο βιβλίο του για τον τρόπο που διεξάγονταν και ισορροπούσαν οι διαπραγματεύσεις ένταξης στην Ε.Ε. με τις παράλληλες διαπραγματεύσεις για τη λύση του εθνικού ζητήματος στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Αποκαλυπτική είναι η συνάντηση Βασιλείου - Γκένσερ τον Μάρτιο του 1992, όπου συζητείται η εισδοχή της Κύπρου στην Ε.Ε. ως το καλύτερο μέσο πίεσης προς την Τουρκία για τη λύση του Κυπριακού (σελ. 207). Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι ο Βασιλείου στην πενταετή Προεδρία του πέτυχε την αναστροφή της, μέχρι το 1988, αδιέξοδης πορείας του Κυπριακού. Και έβαλε τα θεμέλια για την μεγαλύτερη επιτυχία. Την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ενωμένη Ευρώπη, χωρίς να έχει τεθεί ως όρος η επίλυση του Κυπριακού.
Κυρίες και κύριοι,
Θα ολοκληρώσω την σημερινή μου παρέμβαση με αναφορά στο επίμετρο του βιβλίου που αφορά στο παρόν. Εκεί ο Βασιλείου διαπιστώνει ουσιαστικές συγκλίσεις Αναστασιάδη - Ακιντζί και διατυπώνει την ελπίδα του για κατάληξη και τελική διευθέτηση του εθνικού ζητήματος. Συμμερίζομαι αυτήν του την ελπίδα. Συμμερίζομαι τη διαπίστωσή του ότι χρειάζεται «πραγματιστική διάγνωση των ευκαιριών και των δυνατοτήτων» (σελ 513), που θα επιτρέψει να επιτευχθούν οι απαραίτητες συγκλίσεις για την επίλυση. Η πρόσφατη προσπάθεια στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας, δυστυχώς οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, καθώς η Άγκυρα δεν μπόρεσε τελικά να απεγκλωβιστεί από ξεπερασμένες και αναχρονιστικές λογικές.
Δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να ανταποκριθεί στην ισχυρή πολιτική βούληση, στις άοκνες προσπάθειες και το εποικοδομητικό πνεύμα του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη. Όμως στην πολιτική και στη διπλωματία ποτέ δεν πρέπει να λες ποτέ. Θέλω να ελπίζω ότι η περίοδος αυτή που διανύουμε θα αποδειχθεί τελικά ένα χρήσιμο διάλειμμα για περίσκεψη και αναστοχασμό, ώστε μετά τις Προεδρικές Εκλογές να έχουμε μία επανεκκίνηση των προσπαθειών. Θέλω να πιστεύω ότι η Τουρκία θα μπορέσει να εντοπίσει τους λόγους που θα την οδηγήσουν στο να εγκαταλείψει την σημερινή αρνητικότητα. Ότι θα μπορέσει να διακρίνει ότι η επίλυση του Κυπριακού θα έχει ευεργετικές συνέπειες για τη σταθερότητα, την ειρήνη και έτσι, για την ανάπτυξη και την ευημερία ολόκληρης της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Καθώς για την ίδια την ευρωπαϊκή της πορεία που διέρχεται την πιο δύσκολη, την πιο αρνητική στιγμή της.
Κλείνω, επαναλαμβάνοντας πόσο χρήσιμο είναι το βιβλίο του Γ. Βασιλείου, ως ένα μανιφέστο φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Και δεν μπορώ να μην εκφράσω το θαυμασμό μου γιατί η Κύπρος, υπό μία άλλη ηγεσία, κατάφερε και ξέφυγε από τη μέγγενη των μνημονίων. Με την εφαρμογή ενός τολμηρού προγράμματος γενναίων αλλαγών, που της επιτρέπει σήμερα να αναπτύσσεται με ρυθμούς που ξεπερνούν το 4%. Χρήσιμα μαθήματα και για την πατρίδα μας.
Σας ευχαριστώ.