ΣΗΜΕΙΑ
ΟΜΙΛΙΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΠΕ ΝΔ Λ. ΑΥΓΕΝΑΚΗ ΣΤΗΝ
1η
ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΜΕ
ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ
Θ. ΚΟΛΛΙΑ
Α
ΜΕΡΟΣ
Το
πλέον κρίσιμο ζήτημα όμως είναι αυτό
της απασχόλησης και απασχολεί πλέον
κάθε οικογένεια σε αυτή τη χώρα.
Ανάπτυξη
χωρίς αναδιάρθρωση του παραγωγικού
συστήματος, επενδύσεις, σοβαρές
προσαρμογές του εκπαιδευτικού συστήματος,
ενίσχυση της καινοτομίας, της
επιχειρηματικότητας, χωρίς μεταρρύθμιση
του κοινωνικού, ασφαλιστικού και του
νοσηλευτικού συστήματος, χωρίς σοβαρές
νέες υποδομές και χωρίς ένα Κράτος που
να λειτουργεί, δεν θα έρθει ποτέ.
Και
σε όλα αυτά ο σημερινός θίασος που
κυβερνά έχει αποτύχει παταγωδώς. Η
ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται με προθέσεις,
ούτε με επικοινωνιακά κόλπα.
Η
ανάπτυξη προϋποθέτει γνώση, τόλμη και
σύγκρουση με το παλιό και ο κ. Τσίπρας
δεν έχει τίποτα απ’ όλα αυτά. Το μόνο
που τον απασχολεί την ώρα που φορολογεί
βάναυσα όλους τους Έλληνες, είναι να
νομοθετεί οφσόρ για φοροφυγάδες
πολιτικούς.
Δεν
είναι μεταρρύθμιση να παίρνεις απ’
τους ελεύθερους επαγγελματίες το 70% του
εισοδήματός τους και να τους διώχνεις
απ’ την δημιουργική οικονομία.
Δεν
είναι μεταρρύθμιση να παίρνεις απ’
τους συνταξιούχους που ζουν με το ΕΚΑΣ,
το τμήμα στη σύνταξη που τους κρατά στη
ζωή; Να τους καταδικάζεις σε αναξιοπρεπή
ζωή.
Δεν
είναι μεταρρύθμιση να στραγγαλίζεις
την οικονομία με την υπερφορολόγηση.
Υπάρχει
άλλος δρόμος: Η συμφωνία αλήθειας της
ΝΔ με την κοινωνία.
Η
Συμφωνία Αλήθειας που προτείνουμε στον
ελληνικό λαό είναι η δική μας απάντηση
στην αναζήτηση των πολιτών για μια άλλη
κατεύθυνση.
Με
μεταρρυθμίσεις για τους πολλούς που θα
δημιουργήσουν ευκαιρίες για όλους.
Δεν
μας αρκεί να εισπράττουμε απλά τη φθορά
της κυβέρνησης. Και δεν θα παραμείνουμε
σιωπηλοί παρατηρητές της κυβερνητικής
απαξίωσης.
Ο
Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο κατάλληλος
άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή.
Υπερέχει
σε όλα τα σημεία έναντι του Αλ. Τσίπρα.
Είναι εκείνος που μπορεί να φέρει
δουλειές στη χώρα, να φέρει επενδύσεις,
να μειώσει φορολογία, να βγάλει τη χώρα
από τα μνημόνια και την κρίση.
Β
ΜΕΡΟΣ
Ο
κοινωνικός διάλογος στην Ελλάδα
λειτούργησε – ιδιαίτερα τις τελευταίες
δεκαετίες – σε ικανοποιητικό βαθμό,
εντούτοις κατά τη διάρκεια της κρίσης
δεν φαίνεται να διαδραμάτισε τον κομβικό
και ουσιαστικό ρόλο που όλοι θα θέλαμε.
Φάνηκε
η έλλειψη μιας ιστορικά εμπεδωμένης
κουλτούρας συναινέσεων, τις οποίες εάν
είχαμε επιτύχει, το εργατικό κίνημα θα
ήταν πιο συνειδητοποιημένο και οι
πολιτικές ηγεσίες θα είχαν ένα μίνιμουμ
συναίνεσης για την προώθηση αναγκαίων
μεταρρυθμίσεων.
Αντίθετα
είδαμε ένα εργατικό κίνημα το οποίο
ήταν απρόθυμο να παραδεχθεί ακόμη και
την πραγματικότητα, να αναγνωρίσει τις
δομικές αδυναμίες που υπήρχαν στην
αγορά εργασίας και η κρίση απλά τις
έβγαλε στην επιφάνεια με τρόπο σωρευτικό
και έντονο.
Εξαιτίας
αυτής της απροθυμίας, και για να είμαστε
ειλικρινείς, επειδή οι μεταρρυθμίσεις
και η περιστολή των δαπανών δεν είναι
ελκυστικές, αλλά αντίθετα είναι δυσάρεστες
και ξεβολεύουν, το εργατικό κίνημα
αντέδρασε λυσσωδώς.
Σήμερα
όμως η Κυβέρνηση ακολουθεί ένα εντελώς
λάθος μείγμα πολιτικής. Για την ακρίβεια
πράττει ό,τι πλήττει τον εργαζόμενο.
Η
Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι ανίκανη
να φέρει 1€ επένδυσης, και γι’ αυτό
φορολογεί τα πάντα αδιακρίτως. Αυτοί
οι φόροι πλήττουν ανεπανόρθωτα το
διαθέσιμο εισόδημα, την επιχείρηση που
δε μπορεί να απορροφήσει τις αυξήσεις
στους φόρους πλήττει την ίδια την
φορολόγηση.
Αυτή
τη στιγμή περισσότερο από κάθε άλλη
φορά, είναι αναγκαία η πυροδότηση της
παραγωγικότητας η οποία δεν μπορεί παρά
να προέλθει από την εστίαση στην ποιότητα,
την καινοτομία και την τόνωση της
πραγματικής ανταγωνιστικότητας.
Χρειαζόμαστε
νέες κοινωνικές συμφωνίες, με ισορροπημένους
συμβιβασμούς και τολμηρές υπερβάσεις.
Σε
αυτή τη στόχευση ικανή και αναγκαία
συνθήκη για την αποτελεσματικότητα της
κοινωνικής διαπραγμάτευσης είναι η
ύπαρξη ενός υπεύθυνου, αντιπροσωπευτικού
και δυναμικού συνδικαλιστικού κινήματος,
αντίστοιχων οργανώσεων των εργοδοτών
με, αλλά και ενός σύγχρονου, λειτουργικού
και δημοκρατικού θεσμικού πλαισίου για
την οργανωμένη συλλογική έκφραση και
τη διασφάλιση των συνδικαλιστικών
ελευθεριών.
Έχουν
ήδη περάσει περισσότερα από 30 χρόνια
από τη θεσμοθέτηση του νόμου 1264/1982 που,
στην εποχή του, αποτέλεσε σίγουρα θετική
τομή στην οργάνωση του συνδικαλιστικού
χώρου.
Σήμερα
απαιτείται ο εμπλουτισμός και η ενδυνάμωση
του θεσμικού και λειτουργικού περιβάλλοντος
στο οποίο ασκείται η συνδικαλιστική
δράση στη χώρα μας.
Αυτή
η ενδυνάμωση και βελτίωση του θεσμικού
πλαισίου για το συνδικαλισμό, δεν μπορεί
παρά να γίνει μαζί με τους εργαζόμενους
και τους εργοδότες.
Αυτό
που σήμερα έχουμε ανάγκη περισσότερο
από ποτέ είναι ένας ειλικρινής διάλογος,
μακριά από συνδικαλιστικές αγκυλώσεις
και με την πλούσια εμπειρία να προχωρήσουμε
με θάρρος και να διορθώσουμε όλες εκείνες
τις θεσμικές αδυναμίες και οργανωτικές
δυσλειτουργίες.
Κι
ενώ η Κυβέρνηση συνεχίζει την προσφιλή
της τακτική, δηλαδή επενδύει στην
ολιγωρία και την απραξία, η τρόικα ζητά
ριζικές αλλαγές στα εργασιακά θέματα
που αφορούν στις ομαδικές απολύσεις,
τη χρηματοδότηση των συνδικάτων και
τον περιορισμό της προστασίας της
συνδικαλιστικής δράσης.
Εκεί
που πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία
είναι η εύρυθμη και οργανωμένη λειτουργία
της συνδικαλιστικής έκφρασης των
εργαζομένων.
Η
κυβέρνηση οφείλει να πάρει σαφή και
ξεκάθαρη θέση για τις προτεινόμενες
ρυθμίσεις από την τρόικα και να ενημερώσει
για το θέμα αυτό τους εργαζόμενους.