Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

Απάντηση του Προέδρου της ΔΗΜΑΡ Θανάση Θεοχαρόπουλου στην επιστολή του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα για την συνταγματική αναθεώρηση

Θ. Θεοχαρόπουλος: Η συνταγματική αναθεώρηση γίνεται σε ζοφερό κλίμα


Κύριε Πρωθυπουργέ,

Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την επιστολή που μου απευθύνατε σχετικά με τη συνταγματική αναθεώρηση καθώς τόσο εγώ προσωπικά όσο και η Δημοκρατική Αριστερά θεωρούμε πάντοτε εποικοδομητικό το διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων ιδίως για ζητήματα όπως η αναθεώρηση του συνταγματικού χάρτη της χώρας.
Για αυτό με υπευθυνότητα συμμετέχουμε στο διάλογο και σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε κινήθηκε και η πρόσφατη εκδήλωση από το «Πολιτικό Εργαστήριο για τη Σύγχρονη Σοσιαλδημοκρατία» της ΔΗΜΑΡ για τη συνταγματική αναθεώρηση, όπου ακούστηκαν οι προτάσεις τόσο κομμάτων όσο και νομικών. Μία εκδήλωση και συζήτηση που έγινε διακομματικά με επιχειρήματα και νηφαλιότητα, μακριά από την πόλωση και τον τεχνητό διχασμό, με τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε την αναθεώρηση και που το Σύνταγμα επιβάλλει.
Αρχικώς θα ήθελα να σας επισημάνω, σε σχέση με όσα αναφέρετε στην επιστολή σας αλλά και όσα είπατε πρόσφατα στη σχετική συζήτηση στη Βουλή, ότι δεν ευθύνεται το Σύνταγμα για την οικονομική κρίση στη χώρα μας. Βεβαίως η συνταγματική αναθεώρηση δεν αποτελεί πανάκεια, ούτε μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στην υπέρβαση των σημερινών αδιεξόδων. Είναι επιτέλους αναγκαίο να μιλήσουμε με ειλικρίνεια καθώς η καθαρή έξοδος στην οποία αναφέρεστε δεν υπάρχει, η χώρα χρειάζεται μια ολοκληρωμένη στρατηγική εξόδου από την κρίση με παραγωγή νέου πλούτου και δίκαιη διανομή του για την μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Το Σύνταγμα αποτελεί την πυξίδα για τη λειτουργία των θεσμών, του κράτους δικαίου και της διασφάλισης των πολιτών από κάθε είδους αυθαιρεσία. Γι’ αυτό η συνταγματική αναθεώρηση είναι απαραίτητη με στόχο την ενίσχυση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και την αναβάθμιση του κύρους των θεσμών και του κράτους δικαίου. Είναι η κορυφαία εκείνη πολιτική διαδικασία που μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στη θεσμική αναβάθμιση της ελληνικής πολιτείας. Η συνταγματική αναθεώρηση βρίσκεται στον πυρήνα της λειτουργίας της Δημοκρατίας, για αυτό πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό και να μην εντάσσεται σε προεκλογικές ή μετεκλογικές μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, δυστυχώς, διεξάγεται σε ένα ζοφερό κλίμα απαξίωσης και προσπάθειας ποινικοποίησης της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αυτό το κλίμα δεν έχει καμία σχέση με το κλίμα συναίνεσης που απαιτείται για τη συνταγματική αναθεώρηση, μακριά από την τεχνητή πόλωση και τις σκοπιμότητες. Και επειδή αναφέρομαι σε σκοπιμότητες, δεν θα μπορούσα βεβαίως παρά να επισημάνω ότι η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης έρχεται στη Βουλή την ύστατη ώρα, λίγο πριν την εκπνοή της θητείας της κυβέρνησής σας, γεγονός που καθιστά εξ αντικειμένου δύσκολη την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων. Στην επιστολή σας αναφέρετε ότι από τον Ιούλιο του 2016 καταθέσατε συγκεκριμένες θέσεις στο δημόσιο διάλογο, συγκροτώντας όμως μία εξωθεσμική επιτροπή διαλόγου εκτός Βουλής με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η διαδικασία της αναθεώρησης καθώς δεν προχωρήσατε εγκαίρως, ούτε το 2016, ούτε το 2017, ενώ είχατε τη δυνατότητα κατάθεσης πρότασης στη Βουλή με 50 υπογραφές βουλευτών. Δεν προχωρήσατε άμεσα ούτε καν όταν κατέθεσε σχετική πρόταση δημοσίως το Κίνημα Αλλαγής στις αρχές του 2018. Συνεπώς ο κίνδυνος στον οποίο αναφέρεστε στην επιστολή σας για «τις δουλείες του βραχέους πολιτικού χρόνου» είναι πράγματι υπαρκτός λόγω της ένταξης του κρίσιμου αυτού θέματος σε σκοπιμότητες προεκλογικές αλλά και μετεκλογικές.
Η επισήμανσή μου αυτή δεν αναιρεί τη δική μου στάση καθώς παραμένω αταλάντευτα προσηλωμένος στην ανάγκη ευρύτερων συναινέσεων ειδικώς σε θέματα όπως η συνταγματική αναθεώρηση γιατί μόνο αν ανοίξει τώρα η διαδικασία θα γίνει εφικτό να ολοκληρωθεί από την επόμενη κυβέρνηση, ώστε να μην χαθεί ακόμη μια πενταετία.
Οφείλουμε επιτέλους να προωθήσουμε εκείνες τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που είναι ώριμες και αναγκαίες και μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής πολιτείας. Να εναρμονίσουμε τον συνταγματικό μας χάρτη με τις σύγχρονες ανάγκες και να ανταποκριθούμε σε ζητήματα που έχουν ωριμάσει, αλλά μακριά από ένα νέο είδος συνταγματικού λαϊκισμού.
Στο πλαίσιο αυτό είναι αναγκαία η κατάργηση των προνομίων του πολιτικού συστήματος, που αποτελεί αίτημα των πολιτών και κοινό τόπο των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων, συμβάλλοντας στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στην αναθεώρηση του άρθρου 86 «περί ευθύνης υπουργών», ώστε να καταργηθούν οι ειδικές προβλέψεις παραγραφής και να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες με εκείνους των υπολοίπων πολιτών, και του άρθρου 62 «περί ασυλίας των βουλευτών», ώστε αυτή να μην υπάρχει αυτοδικαίως ακόμα και όταν υπάρχουν κατηγορίες για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος σήμερα να απολαμβάνει το πολιτικό προσωπικό ιδιαίτερα προνόμια προστασίας για ποινικές και κακουργηματικές πράξεις κατά την άσκηση των καθηκόντων του σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες. Είναι αξιοσημείωτο βεβαίως ότι και σε αυτά τα σημεία η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι άτολμη αφού προτείνεται μεν η κατάργηση της σύντομης παραγραφής αλλά διατηρείται η αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής για την άσκηση της ποινικής δίωξης των υπουργικών αδικημάτων.
Αν θέλουμε πραγματικά να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο με τις πελατειακές σχέσεις και τη διαπλοκή, οφείλουμε να θεσπίσουμε το ασυμβίβαστο της θέσης των στελεχών των κομμάτων σε σχέση με το κράτος ώστε να αποκρατικοποιήσουμε τα κόμματα και να αποκομματοποιήσουμε το κράτος. Να θεσπίσουμε επίσης το ασυμβίβαστο υπουργού - βουλευτή με στόχο τη συμβολή στον απεγκλωβισμό από τις πελατειακές σχέσεις, καθώς και ανώτατο όριο θητειών για βουλευτές και ευρωβουλευτές, με στόχο την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού και συγκεκριμένα τριών πλήρων συνεχόμενων βουλευτικών θητειών που αντιστοιχούν σε 12 έτη και δύο για ευρωβουλευτές που αντιστοιχούν σε 10 έτη.
Επιπλέον, αν στοχεύουμε σ’ ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, είναι καιρός να ενισχύσουμε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τον τρόπο ανάδειξης των προέδρων των ανώτατων δικαστικών σωμάτων, ώστε να ελαχιστοποιείται η δυνατότητα παρέμβασης της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας. Οφείλουμε επίσης να κατοχυρώσουμε συνταγματικά το ρόλο και τη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών με απαιτούμενη πλειοψηφία για τη στελέχωσή τους τα 3/5 όχι στη Διάσκεψη των Προέδρων, αλλά στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ή στην Ολομέλεια της Βουλής.
Κρίσιμο θέμα όμως είναι και η ανάγκη σταθεροποίησης του εκλογικού κύκλου αντί ενός μόνιμου κλίματος πολιτικής αβεβαιότητας. Για αυτό προτείνω τη μείωση σε 160 των απαιτούμενων ψήφων στη Βουλή για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας στην τρίτη ψηφοφορία, στην περίπτωση που δεν εξασφαλίζονται 180 ψήφοι στις δύο πρώτες ψηφοφορίες, όπως επίσης και την πρόβλεψη πλειοψηφίας 3/5 στη Βουλή για την πρόωρη προσφυγή σε κάλπες για «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» για να είναι δύσκολη η κατάχρηση του συγκεκριμένου άρθρου.
Διαφωνώ με την πρότασή σας για εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό μετά από 7 ψηφοφορίες και ένα ολόκληρο εξάμηνο ψηφοφοριών στη Βουλή, όχι μόνο γιατί τη θεωρώ πρακτικά ανεφάρμοστη, αλλά και γιατί η εκλογή του Προέδρου από το λαό μπορεί να οδηγήσει σε συνθήκες δυαρχίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει μια λελογισμένη αύξηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, στην οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί ευρύτατη συναίνεση.
Φυσικά, σταθερή μας θέση, τόσο δική μου όσο και της Δημοκρατικής Αριστεράς, είναι ο διαχωρισμός των σχέσεων εκκλησίας – κράτους. Όμως, η προτεινόμενη από την κυβέρνησή σας αναθεώρηση βρίσκεται μακριά ακόμη και από τους διακριτούς ρόλους. Η ατολμία της πρότασης λόγω του ενδεχόμενου πολιτικού κόστους είναι προφανής. Γιατί από τη στιγμή που το Σύνταγμα θα συνεχίσει να ξεκινάει στο προοίμιό του με το «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», δεν μπορούμε να μιλάμε καν για θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους. Πώς μπορεί επίσης να είναι το κράτος θρησκευτικά ουδέτερο αν δεν αναθεωρηθεί το άρθρο 3 περί επικρατούσας θρησκείας, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 που ορίζει μεταξύ των σκοπών της εκπαίδευσης και την καλλιέργεια του θρησκευτικού συναισθήματος; Όσον αφορά δε τη μισθοδοσία των κληρικών, χρειάζεται να προχωρήσουμε στην πραγματική κατάργησή της από το κράτος και όχι στο εφεύρημα της αλλαγής του τρόπου πληρωμής μέσω επιδόματος και πάλι από το κράτος. Να μην αντιμετωπίζονται οι κληρικοί ως οιονεί δημόσιοι υπάλληλοι. Τα της εκκλησίας στην εκκλησία και τα του κράτους στο κράτος. Οι μεταβατικές διαδικασίες βεβαίως πρέπει να προσδιοριστούν. Ταυτόχρονα με τη ρύθμιση των περιουσιακών θεμάτων και τη δίκαιη φορολόγηση της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας.
Το άρθρο 16 πρέπει επίσης να τροποποιηθεί, ώστε να επιτρέπεται συνταγματικά και η ίδρυση μη κρατικών - μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ, σοβαρών κι αξιόπιστων, με έλεγχο, αξιολόγηση, πιστοποίηση και την ίδια αυστηρή εποπτεία σύμφωνα με το πλαίσιο που ορίζει κάθε φορά η πολιτεία και για το δημόσιο πανεπιστήμιο, το οποίο άλλωστε αποτελεί για εμάς προτεραιότητα.
Θεωρώ επίσης ότι η συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί κατάλληλη ευκαιρία:
- Για τη ρητή κατοχύρωση ενός ελάχιστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους τους πολίτες και την ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβασή τους στα κοινωνικά αγαθά.
- Για την αυτοτέλεια της Αυτοδιοίκησης με ριζική αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων των ΟΤΑ και οικονομική αυτοτέλεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με πρόβλεψη για δικούς της πόρους. Με δεδομένο ότι η αυτοτέλεια της Αυτοδιοίκησης αποτελεί μία πάγια θέση της αριστεράς, είναι αξιοσημείωτη η απουσία οποιασδήποτε σχετικής αναφοράς στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Τέλος, η συνταγματική αναθεώρηση οφείλει να μείνει μακριά από προτάσεις που υποκύπτουν στις σειρήνες του λαϊκισμού, οι οποίες μπορούν να καταστούν ιδιαιτέρως επικίνδυνες, όπως η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για ζητήματα διεθνών συμφωνιών, καθώς και η πρόταση για λαϊκά δημοψηφίσματα για εθνικά θέματα και για αναπομπή νομοθετημάτων. Ειδικά σήμερα, σε μια εποχή που διογκώνεται το ανιστόρητο, λαϊκιστικό και αδιέξοδο κύμα της εθνικής αναδίπλωσης, απέναντι στην αμηχανία που προκαλούν οι τεχνολογικές εξελίξεις και η παγκοσμιοποίηση. Να τονίσω, εν προκειμένω, ότι αν υπήρχαν οι ρυθμίσεις αυτές όλα τα προηγούμενα χρόνια στο Σύνταγμα και είχαν εφαρμοσθεί είναι πιθανόν α) να μην είχε μπει η χώρα το 1981 στην Ε.Ο.Κ. (Ε.Ε.) β) να μην είχε περάσει ο νόμος για το θρήσκευμα στις ταυτότητες γ) να γινόταν τώρα δημοψήφισμα για το Μακεδονικό. Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν που μπορεί να οδηγήσουν αυτές οι προτάσεις.
Στο πλαίσιο της παρούσας επιστολής – απάντησής μου δεν είναι βέβαια δυνατόν να παρουσιάσω αναλυτικά όλες τις προτάσεις της ΔΗΜΑΡ για τη συνταγματική αναθεώρηση παρά μόνο τα κύρια σημεία αιχμής από τις προτάσεις μας σε σχέση και με τα θέματα που θίγονται στην επιστολή και στην πρότασή σας. Ταυτοχρόνως θα συνεχίζουμε να παρουσιάζουμε τις αναλυτικές μας προτάσεις στο δημόσιο διάλογο, και μέσα από το Κίνημα Αλλαγής, αλλά και στο διάλογο που θα ακολουθήσει στη Βουλή.
Αυτό που επιχείρησα όμως να καταδείξω και να υπογραμμίσω με την παρούσα επιστολή μου είναι η σοβαρότητα, η ευαισθησία και η πολυπλοκότητα ενός ζητήματος όπως η συνταγματική αναθεώρηση. Έχουμε ήδη καθυστερήσει. Να μη χαθεί άλλη μία ευκαιρία για μία γενναία και ρηξικέλευθη συνταγματική αναθεώρηση, για ζητήματα που έχουν ωριμάσει στην ελληνική κοινωνία, για μεταρρυθμίσεις που κινούνται πλέον στη σφαίρα του αυτονόητου, για ένα σύγχρονο Σύνταγμα μίας σύγχρονης Ελλάδας.

Με εκτίμηση,

Θανάσης Θεοχαρόπουλος
Πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς



26/11/2018