ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΓ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΑ
ΣΤΗΝ 20η ΔΙΕΘΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Σας καλωσορίζουμε στην 20η Διεθνή Συνάντηση των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, εδώ στην Αθήνα, στην πόλη από όπου ξεκίνησαν πριν 20 χρόνια οι Διεθνείς Συναντήσεις, με πρωτοβουλία του Κόμματός μας.
Βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σας, κλείνοντας έναν αιώνα ζωής και δράσης. Για τα 100 τιμημένα και ηρωικά χρόνια του ΚΚΕ, νοιώθουμε δικαιολογημένη περηφάνια.
Γιατί συνεχίζουμε δυναμικά, με αποφασιστικότητα, στα βήματα των ηρωικών και τιμημένων νεκρών του Κόμματός μας, που έδωσαν το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου, την ίδια τους τη ζωή, στον αγώνα για θριαμβεύσει η ζωή.
Το Κόμμα άντεξε παλικαρίσια σε όλες τις στροφές της ταξικής πάλης. Και στα πέτρινα χρόνια της παρανομίας, των διώξεων, των εκτελέσεων, των φυλακίσεων και κατατρεγμών επί 56 χρόνια και στα χρόνια της αστικής νομιμότητας τα τελευταία 44 χρόνια.
Στάθηκε όρθιο στο μεγάλο ιστορικό πισωγύρισμα της αντεπανάστασης του 1991, μέχρι σήμερα. Βρήκε τη δύναμη να σηκώσει το μπόι του.
Σκαρφαλώνοντας βήμα το βήμα στον ανήφορο της ανασυγκρότησης.
Ανιχνεύοντας, τις αιτίες που οδήγησαν στη νίκη της αντεπανάστασης, μελετώντας και συζητώντας από τους πρώτους προβληματισμούς του 1996, μέχρι τη συλλογική αποτύπωση αυτής της προσπάθειας στο 18ο Συνέδριο, για τις συνολικές αιτίες της ανατροπής της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ο αιώνα, με βάση κυρίως την πείρα της Σοβιετικής Ένωσης.
Μελετώντας σελίδα τη σελίδα, τα ντοκουμέντα του Κόμματος, το ιστορικό αρχείο, για να συνθέσουμε τη μεγαλειώδη αυτή πορεία, με τις νίκες και τις ήττες, τα άλματα και τα πισωγυρίσματα, τα λάθη και τις αδυναμίες, αλλά και τον άφθαστο ηρωισμό 100 ολόκληρων χρόνων.
Συντρόφισσες και σύντροφοι
Όσο κι αν οι σειρήνες της αντίδρασης και του οπορτουνισμού τραγουδάνε το τέλος της ιστορίας, το τέλος της εργατικής τάξης και του κινήματός της, η ζωή τους διαψεύδει.
Η εργατική τάξη θα ανταποκριθεί αργά ή γρήγορα, στον ιστορικό της ρόλο, στην ιστορική της αποστολή. Στην οριστική κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.
Κι αυτό γιατί έχει τη δύναμη που σχετίζεται με τη συγκεντρωμένη βιομηχανοποιημένη παραγωγή. Από αυτό απορρέουν αρετές, όπως η συλλογικότητα, η συνειδητή πειθαρχία, η απαράμιλλη αντοχή στις δυσκολίες, δοκιμασμένες σε μεγάλους ταξικούς αγώνες.
Η Παρισινή Κομμούνα και η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι τα φωτεινά παραδείγματα, εμπνέουν τους αγώνες μας. Όπως και οι χιλιάδες εργάτες και εργάτριες στην πατρίδα μας που έδωσαν τη ζωή τους, μπήκαν μπροστά και άντεξαν μύριες όσες δυσκολίες, αυτά τα 100 χρόνια έως τις μέρες μας.
Μάχες, που άφησαν ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους στο σώμα του ελληνικού εργατικού κινήματος, στην πορεία της ταξικής πάλης.
Με διδάγματα θετικά και με αδυναμίες βεβαίως, που πρέπει να μελετάμε, από τη σκοπιά της εργατικής πρωτοπορίας, της εξέλιξης της σκληρού ταξικού αγώνα.
Η εργατική τάξη κατακτά αυτή τη θέση όχι αυθόρμητα, αλλά με την επαναστατική θεωρία και δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος, της συνειδητής και οργανωμένης δηλαδή πρωτοπορίας της.
Σύντροφοι και συντρόφισσες,
Η ύπαρξη επαναστατικού προγράμματος, η πίστη στην κοσμοθεωρία του μαρξισμού - λενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού, οι αρχές συγκρότησης Κόμματος Νέου Τύπου, η επεξεργασμένη μελέτη της ιστορικής μας πείρας, αναμφισβήτητα συνιστούν σύγχρονα όπλα, μας δίνουν υπεροχή, το θέμα όμως είναι πώς τα χρησιμοποιούμε με δημιουργικό και εύστοχο τρόπο στην καθημερινή μας δράση και προσπάθεια.
Δε φθάνει να εκτιμάμε την αξία των εργατικών αγώνων για άμεσες διεκδικήσεις και το ρόλο του Κόμματος σε αυτούς. Κριτήριο αξιολόγησης αποτελεί κατά πόσο αυτοί βοηθούν στην πρόοδο της πολιτικής συνείδησης.
Κριτήριο προόδου είναι η ανάπτυξη της κομματικής οικοδόμησης στους εργασιακούς χώρους και η κοινωνική σύνθεση των γραμμών του κόμματος, η ηλικιακή σύνθεση και η συμμετοχή γυναικών.
Κριτήριο αποτελεί η σταθερή πρόοδος στην άνοδο της θεωρητικής, πολιτικής και οργανωτικής στάθμης του Κόμματος, επίσης η βελτίωση της ικανότητας καθοδήγησης και σύνδεσης με την εργατική τάξη ξεκινώντας από την ΚΕ, και φθάνοντας ως την ΚΟΒ.
Τα σύνθετα καθημερινά καθήκοντα δεν πρέπει να μας αποτραβούν από το κύριο και βασικό, να κάνουμε δουλειά υποδομής, ώστε το κόμμα να είναι προετοιμασμένο, να μην αιφνιδιάζεται σε στροφές και απότομες καμπές, να έχει πάντα τη δυνατότητα έγκαιρης πρόγνωσης και προσαρμογής, χωρίς να χάνει τον κύριο στόχο του.
Είναι αδύνατον να παρακολουθούμε ολοκληρωμένα την πορεία της δουλειάς μας, να την κρίνουμε με απαιτητικότητα, να βλέπουμε και να διορθώνουμε έγκαιρα λάθη και παραλείψεις, αν δεν έχουμε κατακτήσει και ατομικά την ικανότητα να κρίνουμε τον υποκειμενικό παράγοντα, υπολογίζοντας και τις συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες, τους όρους που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη δίκη μας θέληση και επιθυμία, από τη δική μας παρέμβαση.
Η ελληνική αλλά και η παγκόσμια πείρα, επιβεβαιώνει ότι με εξαίρεση εκεί που δημιουργήθηκαν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και η εργατική τάξη πήρε και κράτησε -όσο κράτησε- την εξουσία, η ιδεολογικοπολιτική επιρροή και δύναμη του κόμματος ήταν αναντίστοιχη, σε σύγκριση με την πρωτοπόρα μαχητική δράση του στον αγώνα, με την συνέπειά του, την ανιδιοτέλεια και την προσφορά του σε αμέτρητες θυσίες, με το γεγονός ότι κατά κανόνα έχουν επιβεβαιωθεί οι προβλέψεις, οι προειδοποιήσεις προς το λαό.
Δεν είναι κάτι το παράξενο. Η εργατική τάξη μόνο όταν κατακτά την πολιτική εξουσία και στην πορεία όσο προχωρεί η σοσιαλιστική οικοδόμηση διαμορφώνει τις προϋποθέσεις να γίνει κυρίαρχη η ιδεολογία του σοσιαλισμού.
Αυτό δε σημαίνει ότι το ΚΚΕ βλέπει παθητικά τη δική του ευθύνη να συμβάλλει στην ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης. Άλλο η απαιτητικότητα το Κόμμα να πολεμά και να απαλλάσσεται όσο πιο έγκαιρα γίνεται από τις δικές του αδυναμίες, ελλείψεις και τυχόν λάθη και άλλο να έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να κυριαρχήσει η σοσιαλιστική συνείδηση στις συνθήκες του καπιταλισμού.
Η απαιτητικότητα του Κόμματος από τον εαυτό του, η κριτική και αυτοκριτική εξέταση των αποτελεσμάτων της δράσης του, δεν μπορεί να γίνεται με τα ίδια κριτήρια, από την ίδια σκοπιά των αστικών κομμάτων, των κομμάτων που έχουν αποδεχθεί να παλεύουν μέσα στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος ή διαδίδουν στις μάζες ότι ο καπιταλισμός μεταρρυθμίζεται σε σοσιαλισμό.
Αυτό που έχει τεράστια σημασία για το ΚΚΕ, είναι κατά πόσο οι δεσμοί του διευρύνονται και βαθαίνουν με επίκεντρο τα εργοστάσια, τα μεγάλα αστικά κέντρα, άλλοι τομείς στρατηγικής σημασίας.
Απορρίπτουμε χαρακτηρισμούς και ιδεολογικά εφευρήματα, που συσκοτίζουν την ταξική ουσία, κρύβουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις, την αστική και την εργατική.
Το ΚΚΕ παλεύει για πάρει η ταξική πάλη, την κατεύθυνση ανατροπής του καπιταλισμού συστήματος και σε αυτήν την κατεύθυνση επιδιώκει να συνδέεται ο αγώνας όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης αλλά και των λαϊκών μεσαίων στρωμάτων, για τη βελτίωση των όρων εργασίας και ζωής τους.
Σκοπός της καθημερινής μας προσπάθειας είναι η έμπρακτη ανάδειξη της εργατικής τάξης ως επαναστατικής πρωτοπορίας και όχι στενά μιας πρωτοπορίας στους συνδικαλιστικούς λαϊκούς αγώνες.
Να τείνουν όσο γίνεται περισσότερο λαϊκά τμήματα μεσαίων στρωμάτων σε κοινή δράση και συμμαχία με την εργατική τάξη, ώστε να εκφράζεται η κοινωνική συμμαχία με μαζικούς, όσο γίνεται, όρους.
Έχουμε επίγνωση ότι το εργατικό κίνημα και οι σύμμαχοι του στην Ευρώπη και στην Ελλάδα είναι σε μια φάση σχετικής υποχώρησης, δυσαρέσκειας αλλά και σχετικής ακινησίας, παρά τις συχνές εκδηλώσεις οικονομικής κρίσης.
Η τάση απομαζικοποίησης και αλλοίωσης του ταξικού προσανατολισμού, έχει διαμορφωθεί εδώ και πολλά χρόνια, αρκετά πριν την καπιταλιστική παλινόρθωση στη ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κυρίως λόγω της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης.
Ο ευρωκομουνισμός αποτέλεσε βασικό αγωγό, μέσα από τον οποίο, ο δυτικοευρωπαϊκός καπιταλισμός με δεξί χέρι τη σοσιαλδημοκρατία, κατάφερε σοβαρά κτυπήματα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα με αποτέλεσμα την σταδιακή υποχώρηση του, ακόμα και τον εκφυλισμό του.
Αγώνες έγιναν, όμως αυτοί δεν μπόρεσαν να διαφοροποιήσουν θετικά το συσχετισμό δυνάμεων. Το αντίθετο συνέβη σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στην Ελλάδα ένα σημαντικό μέρος εργατών και εργατριών, λαϊκών μαζών «κουράστηκαν» ή απογοητεύτηκαν, γιατί οι συνδικαλιστικοί αγώνες δεν έφεραν άμεσα αποτελέσματα.
Ένα άλλο μέρος εργαζομένων, κρατά στάση αναμονής, περιμένοντας, μάταια βέβαια, ότι κάπου θα μπει ένα τέλος στα βάρβαρα μέτρα, ελπίζοντας ότι από τα πάνω μπορεί κάποια αλλαγή να γίνει.
Κυριαρχεί η στάση των μειωμένων απαιτήσεων. Αυτά τα δεσμά «πλέκονται» γύρω από τον εργάτη, τον υπάλληλο, τον φτωχό αυτοαπασχολούμενο και αγρότη, από τα πρώτα βήματα της ζωής του, και βεβαίως ενισχύονται αποφασιστικά στο χώρο δουλειάς, ενώ έχει προετοιμασθεί η συνείδηση να θεωρεί τον καπιταλιστή ως αυτόν που δίνει δουλειά, διανέμει τα εισοδήματα.
Στο φόβο αλλά και στην αυταπάτη, στην απάθεια και στην απογοήτευση, εκφράζεται δυστυχώς, η αδυναμία κατανόησης της σχέσης οικονομίας και πολιτικής, του ταξικού χαρακτήρα των κομμάτων.
Εκφράζεται η άγνοια ή η ημιμάθεια για το τι είναι και πώς λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα, για τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης. Εκφράζονται οι εδραιωμένες κοινοβουλευτικές αυταπάτες.
Οπωσδήποτε υπάρχουν ευθύνες και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και στο Κόμμα μας που δεν μπόρεσαν έγκαιρα να απεμπλακούν από το αστικό δίκτυο ενσωμάτωσης, διαχρονικά, με τη συμμετοχή, στήριξη ή ανοχή αστικών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών και κυβερνήσεων.
Η ιδεολογική δουλειά και η διαφώτιση δεν αρκεί να γίνεται με αφορμή την επικαιρότητα, με τη μορφή επανάληψης γενικών συνθημάτων και θέσεων της επαναστατικής στρατηγικής, χωρίς ζωντάνια, μαχητικότητα, χωρίς εμπλουτισμό μέσα από τις εξελίξεις.
Η έκθεση των θέσεών μας, με τη μορφή αξιώματος ή γενικής κριτικής στα άλλα κόμματα, σαν μάθημα από καθέδρας, δεν προσελκύει, καθώς πέφτει σε έδαφος όπου όλα τα άλλα κόμματα κινούνται σε ένα μονόδρομο, ενώ εμείς οδεύουμε προς ένα εντελώς διαφορετικό δρόμο που απαιτεί εθελοντική στράτευση και προσφορά θυσιών και μάλιστα σε μια περίοδο νίκης της αντεπανάστασης στις σοσιαλιστικές χώρες.
Όλα μοιάζουν να είναι εναντίον μας, ενώ η πορεία του καπιταλισμού παρέχει σήμερα, πολύ περισσότερες αποδείξεις για την αναγκαιότητα της στρατηγικής επιδίωξης του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό, η δε ιστορία έδειξε πόσο αναγκαία ήταν η διόρθωση λαθών του παρελθόντος, όχι μόνο στη στρατηγική του ΚΚΕ αλλά διεθνώς.
Η επεξεργασία της στρατηγικής απαιτεί ενότητα θεωρίας και πράξης. Το να γίνει όμως υπόθεση της κομμουνιστικής πρωτοπορίας, οδηγός δράσης και ανάπτυξης αγώνων των ευρύτερων εργατικών λαϊκών μαζών, δεν είναι εύκολη δουλειά.
Το ότι καταφέραμε να ξεπεράσουμε και την Σκύλλα του αστισμού και την Χάρυβδη του ρεφορμισμού, του οπορτουνισμού, και ότι καταφέραμε να κρατήσουμε όρθιο το Κόμμα μας με συνεχή δράση, καθημερινή παρουσία στον αγώνα και στις πολιτικές εξελίξεις, δεν μας εφησυχάζει, καθώς σήμερα οι συνθήκες δράσης και οι απαιτήσεις είναι ιδιαίτερα περίπλοκες, πιο σύνθετες.
Η προγραμματική μας επεξεργασία και ιδιαίτερα η πολιτική μας στάση, προκάλεσε συστηματική επίθεση κατά του Κόμματος όχι μόνο από τον ταξικό αντίπαλο αλλά και από τον οπορτουνισμό.
Είναι ύπουλη και επεξεργασμένη επίθεση, καθώς οι φορείς της δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ωμά, προκλητικά επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν την περίοδο του 90-91, όταν πίστεψαν ότι η νίκη της αντεπανάστασης ήταν η χρυσή ευκαιρία να «ξεφορτωθεί» το κομμουνιστικό κίνημα τον μαρξισμό- λενινισμό ή να διατηρήσει κάποιες μαρξιστικές ιδέες, απαλλαγμένες όμως από τον επαναστατικό σοσιαλιστικό χαρακτήρα τους.
Κυρίως, από το 2012 και μετά, ο οπορτουνισμός επέλεξε να μας αντιμετωπίσει με κύριο όπλο την στενοχώρια και την ανησυχία για το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα του 2012 και την απότομη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ τότε, που τον οδήγησε στην κυβερνητική εξουσία το 2015.
Με τη γραμμή μιας ψεύτικης ελπίδας, ότι κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να φρενάρει την αντιλαϊκή επίθεση, προσπάθησαν να παρασύρουν το ΚΚΕ στη γραμμή πολιτικής κυβερνητικής συνεργασίας, μεταρρυθμίσεων και δήθεν εξόδου από την Ευρωζώνη, με μια κυβέρνηση δήθεν «αριστερών» πολιτικών δυνάμεων.
Χρέωσε στην προγραμματική γραμμή του Κόμματος και στο καταστατικό του, την έλλειψη τέτοιας μετακίνησης, συσπείρωσης δυνάμεων, σε μια περίοδο που το Κόμμα όντως είχε καταγράψει εκλογικές απώλειες που οπωσδήποτε είχαν και έχουν πολιτικό- ιδεολογικό χαρακτήρα.
Ο οπορτουνισμός πρόβαλε ότι μια τέτοια επιλογή είναι επιβεβλημένη λόγω του αρνητικού συσχετισμού, ότι θα γινόταν εφαλτήριο για την αλλαγή του, κατηγορώντας το ΚΚΕ για έλλειψη τακτικής.
Τότε βέβαια, δεν είχαν αποκαλυφθεί πλήρως οι στενές σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και το «βαθύ» αστικό κράτος μιας διεφθαρμένης και σάπιας καπιταλιστικής εξουσίας.
Ο οπορτουνισμός βέβαια, έχει κοινωνική βάση, όπως τη διαμόρφωση εκτεταμένης εργατικής αριστοκρατίας και λόγω της διεύρυνσης των κρατικών επιχειρήσεων, τη διεύρυνση μισθωτών επιστημόνων, καλλιτεχνών, εκπαιδευτικών, εργαζόμενων στα ΜΜΕ κλπ.
Αυτή η κοινωνική βάση, διαμορφώνει και την τάση συμβιβασμού με τον ταξικό αντίπαλο, την αναζήτηση άμεσων πολιτικών λύσεων μέσα στο αστικό σύστημα, τον οπορτουνισμό μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα, αλλά και στο κόμμα της εργατικής τάξης.
Γι' αυτό η πάλη με τον οπορτουνισμό –που αναμφίβολα αποτελεί και συνώνυμο του πολιτικού τυχοδιωκτισμού- είναι προϋπόθεση για τη διατήρηση του επαναστατικού εργατικού χαρακτήρα του κόμματος, σε κάθε περίοδο και σε κάθε φάση της ταξικής πάλης του συσχετισμού δυνάμεων.
Απ' αυτή την πάλη, από την ιδεολογική - πολιτική συνέπεια και ικανότητά της, από την οργανωτική της συνέπεια, εξαρτάται η απόκρουση της μετάλλαξης Κομμουνιστικών Κομμάτων.
Στην Ελλάδα, έχουμε αρνητική πείρα, από την ολιγόχρονη συμμετοχή του Κόμματός μας, σε διάφορες αστικές κυβερνήσεις και το 1944 και το 1989.
Η πείρα στην καπιταλιστική Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική, έχει δείξει ότι όταν ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, αποφασίζει να πάρει μέρος σε μια κυβέρνηση διαχείρισης στο όνομα μιας μεταβατικής επιλογής, έχει ήδη δέσει τα χέρια του, ακόμα και όταν δεν δεσμεύεται με επίσημη συμφωνία ή έχει διακηρύξει τη διατήρηση της αυτοτέλειάς του.
Καμιά εγγύηση δεν παρέχουν γραπτές ή όχι δεσμεύσεις. Οι νόμοι της καπιταλιστικής αγοράς δεν εξαρτώνται από τις πολιτικές συμφωνίες.
Αν δεν έχουμε κατακτήσει να σκεφτόμαστε, να κρίνουμε με άξονα τη σχέση οικονομίας και πολιτικής, για κάθε κοινωνικό πρόβλημα, για κάθε οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο, όπως π.χ. είναι η εμφάνιση ενός σκανδάλου, ακόμα και η εμφάνιση ενός νέου κόμματος κλπ, τότε γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα στο συγκεκριμένο πρόβλημα και στην αναγκαιότητα πάλης κατά του καπιταλισμού συνολικά, το οποίο δεν κατανοείται -και δικαιολογημένα- από ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης σήμερα.
Το βασικό κριτήριο για τη θέση των αντιμαχόμενων κοινωνικών δυνάμεων, βρίσκεται στην όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού: Από τη μια η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, της εργασίας, ο άνθρωπος, ως η σπουδαιότερη παραγωγική δύναμη και από την άλλη η ατομική ιδιοποίηση του προϊόντος στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Αυτή η αντίφαση είναι μήτρα όλων των αντιφάσεων και αντιθέσεων του συστήματος, άρα ως άξονας πρέπει να καθορίζει το Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Βέβαια, αυτή η αντίφαση του καπιταλιστικού συστήματος δε συνειδητοποιείται από την εργατική τάξη στο σύνολό της.
Αντίθετα, σήμερα ακόμα υιοθετεί την αστική ιδεολογία, ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οργάνωσης ολόκληρης τη κοινωνίας είναι ο ιστορικά ανώτερος, επομένως και αναντικατάστατος.
Είναι αυτό πλευρά της καπιταλιστικής εξουσίας, που επιβάλλεται όχι μόνο με την εργοδοτική και κρατική βία, αλλά και με την ιδεολογική-πολιτική χειραγώγηση (Εκπαίδευση, ΜΜΕ, Εκκλησία, άλλοι μηχανισμοί των αστικών κομμάτων, κρατικοί μηχανισμοί που διασυνδέονται με τις μάζες, όπως της Τοπικής Διοίκησης, διάφορες ημικρατικές οργανώσεις, όπως οι ΜΚΟ, ακόμα και μέσω των ενσωματωμένων στο σύστημα συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως είναι στην χώρα μας οι ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ).
Η ιδεολογική χειραγώγηση της εργατικής τάξης αντανακλάται στη στρεβλή πολιτική συνείδησή της, στην πολιτική προσκόλλησή της σε αστικά ή σε κόμματα προερχόμενα από τις γραμμές της - εργατικά και αριστερά κόμματα και ομάδες- αλλά που στην πορεία αστικοποιούνται.
Έτσι, ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων, αντανακλά πάντοτε την κυριαρχία της αστικής τάξης, την εκφράζει στα όργανα εξουσίας του -μεταξύ αυτών και το κοινοβούλιο- καθορίζει τις διαδικασίες, όπως των εκλογών, για την ανάδειξη των οργάνων του.
Πραγματική αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων, σημαίνει ότι σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης και εξαιτίας αδυναμίας της αστικής εξουσίας, έχει σπάσει τα δεσμά, τις αλυσίδες της αστικής ιδεολογικής χειραγώγησης.
Το ζήτημα του συσχετισμού δυνάμεων κρίνεται και από την πορεία ωρίμανσης της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, σε συνθήκες μη επαναστατικές, τουλάχιστον για το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά και μια εργατική λαϊκή συσπείρωση γύρω από αυτό που δεν σταματά να αποκαλύπτει και να συγκρούεται με το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, το αστικό πολιτικό σύστημα, τη νομοθεσία, τις δικαστικές, κατασταλτικές δομές, εκπαιδευτικές, θρησκευτικές και ηθικές κυρίαρχες αντιλήψεις, τις ιμπεριαλιστικές διακρατικές ενώσεις της ΕΕ, του ΝΑΤΟ.
Η απαιτητική κριτική και αυτοκριτική εξέταση της απόδοσης, της πορείας αποτελεσματικότητας του υποκειμενικού παράγοντα, του Κόμματός μας, δεν μπορεί να γίνεται σε απόσπαση με τον διεθνή συσχετισμό της ταξικής πάλης που πήρε δραματική, αρνητική στροφή με τη νίκη της αντεπανάστασης σε χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Βέβαια, ρήγματα στην κυριαρχία του καπιταλισμού, με τις κρίσεις, τους πολέμους, τους ανταγωνισμούς, συγκεντρώνονται, διαμορφώνουν προοπτικά νέες συνθήκες, ευκαιρίες, που απαιτούν ετοιμότητα του κομμουνιστικού κινήματος.
Η πρόοδος της ταξικής πάλης, της κινητήριας δύναμης των θετικών εξελίξεων, δεν εξαρτάται ούτε από τρικ, ούτε από τακτικισμούς, ούτε από τον δήθεν ρεαλισμό της μοιρολατρίας, ούτε από το άγχος των εκλογικών ποσοστών ή την υποκατάσταση του κινήματος, από δήθεν επαναστατικά «στιγμιότυπα» και «χάπενιγκς».
Εξαρτάται από την οργανωμένη, προσανατολισμένη παρέμβαση για την οργάνωση των πρωτοπόρων εργατικών λαϊκών δυνάμεων.
Στόχος είναι η ανάπτυξη των γραμμών του κόμματος από τους πιο πρωτοπόρους εργάτες και εργάτριες, η ηλικιακή του ανανέωση, η αύξηση των οργανωμένων γυναικών.
Επίσης, η ένταξη σε αυτό των πιο διαλεκτών αγωνιστών από τα λαϊκά στρώματα των αγροτών, αυτοαπασχολουμένων, μισθωτών επιστημόνων και καλλιτεχνών.
Απαιτείται συστηματική, ειδική δουλειά, ανεξάρτητα αν διατρέχουμε περίοδο αγώνων ή στασιμότητας.
Ούτε η αύξηση των γραμμών του κόμματος φέρνει αυτόματα πιο ισχυρούς αγώνες. Υπάρχει αλληλεπίδραση, αλλά αυτή προωθείται συστηματικά και επιτελικά, με συνδυασμένα καθήκοντα, κριτήρια και μέσα και όχι αυθόρμητα και μηχανιστικά.
Μια πραγματική μεταβολή στο συσχετισμό μεταξύ των δύο αντίπαλων τάξεων δεν μπορεί παρά να εκδηλωθεί με μαζική συσπείρωση με το κόμμα της εργατικής τάξης σε σύγκρουση και εμφανή αποδυνάμωση, αδυναμία λειτουργίας των αστικών μηχανισμών, των αστικών θεσμών και των κυβερνήσεών τους.
Ο αρνητικός διεθνής συσχετισμός θα αρχίζει να δέχεται πλήγμα στο βαθμό που σε εθνικό επίπεδο αναπτύσσεται η ταξική πάλη, αποκτά αντικαπιταλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, συγκρούεται κάθετα με την πολιτική διεξόδου από την κρίση και τις στρατηγικές επιλογές της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Είναι και δική μας ευθύνη να περιορίζουμε -όσο εξαρτάται από εμάς- τις εφεδρείες του καπιταλισμού, να του ψαλιδίζουμε τις ευκαιρίες, να καταφέρνουμε πλήγματα, να συγκεντρώνονται δυνάμεις για την αντεπίθεση και την ανατροπή.
Η πορεία της δύναμης του κόμματος καθορίζεται από συνδυασμένα κριτήρια, ορισμένα από τα οποία παίζουν πιο καθοριστικό ρόλο σε σύγκριση με άλλα, σχετίζονται με την ανάγκη για ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, προώθηση της αντιμονοπωλιακής-αντικαπιταλιστικής Κοινωνικής Συμμαχίας, την πάλη για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Η εργατική τάξη φέρει την πρώτη ευθύνη για το επίπεδο κοινής κατεύθυνσης και δράσης με τους συμμάχους της. Το επίπεδο και η εμβέλεια της συμμαχίας θα κρίνεται σε κάθε φάση, από την ικανότητα του εργατικού κινήματος να αντέχει στην πίεση που ασκούν τα μικροαστικά στρώματα, στις ταλαντεύσεις τους.
Κριτήριο είναι και η αντοχή σε συνθήκες εργοδοτικής και κρατικής τρομοκρατίας, βίας, καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η σταθερή μαχητικότητα της καθημερινής πάλης που καθορίζεται από την στρατηγική του Κόμματος μπορεί να είναι ένας καλός σπόρος που θα καρπίσει αργά η γρήγορα.
Μπροστά σε εκλογικές μάχες, επόμενες και μεθεπόμενες, το δικό μας επιθετικό σύνθημα είναι η ανάγκη ισχυροποίησης του ΚΚΕ, ώστε να ενισχυθεί η εργατική λαϊκή αντιπολίτευση απέναντι στην αστική αντιλαϊκή πολιτική, τον ευρωμονόδρομο, είτε σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης είτε σε συνθήκες μιας ορισμένης ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού, σε συνθήκες είτε μεγαλύτερης είτε πολύ μικρότερης συνοχής της ΕΕ.
Η ανασύνταξη του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος αφορά στην παραπέρα ενίσχυση του ταξικού κινήματος, του ΠΑΜΕ, που αποτελεί την μεγαλύτερη κατάκτηση των τελευταίων δεκαετιών για την εργατική τάξη και το κίνημά μας, που πρωτοστατεί στους εργατικούς αγώνες, στην προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας.
Η ανασύνταξη αφορά επίσης, στην αλλαγή συσχετισμών σε αρχαιρεσίες, και την οργάνωση της πάλης για τα οξυμένα προβλήματα, ώστε οι συνεπείς ταξικές δυνάμεις να αποκτήσουν πλειοψηφία.
Ταυτόχρονα όμως, είναι ζήτημα κατανόησης της αναγκαιότητας για μαζική οργάνωση και συμμετοχή στα σωματεία, στο κίνημα, καθώς και ζήτημα ποια γραμμή πάλης κυριαρχεί στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι είναι λαθεμένη και αστικά και οπορτουνιστικά υπαγορευμένη, η άποψη ότι το εργατικό κίνημα, γενικότερα το λαϊκό κίνημα, δεν πρέπει να παίρνει θέση στο ζήτημα της διακυβέρνησης, της εξουσίας, γιατί είναι μαζικό κίνημα και πρέπει να κρατήσει γραμμή ουδετερότητας.
Η ουδετερότητα για τους αστούς, τους ρεφορμιστές, τους οπορτουνιστές, είναι η «ταξική συνεργασία», ο «κοινωνικός εταιρισμός», η αναγνώριση της προτεραιότητας του κεφαλαίου έναντι της εργατικής δύναμης, η λογική του ευρωενωσιακού μονόδρομου.
Οι καπιταλιστές, οι πολιτικοί και τεχνοκράτες εκπρόσωποί τους, κατηγορούν τους αγώνες ως πολιτικά υποκινούμενους και επικίνδυνους, διασπαστικούς, γιατί δήθεν δεν παίρνουν υπόψη ότι οι εργαζόμενοι ανήκουν σε πολλά ή και σε όλα τα κόμματα. Ωστόσο, το περιεχόμενο της έννοιας «πολιτικοποίηση» σχετίζεται με το σκοπό της πολιτικοποίησης που ο πυρήνας της είναι η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Το ερώτημα, αν πρέπει να διαλέξουν οι εργαζόμενοι να ενωθούν για τα άμεσα προβλήματα τους ή για την εργατική λαϊκή εξουσία είναι ένα παραπλανητικό δίλημμα, σκόπιμα διαχωρίζει τον αγώνα για να τον υπονομεύσει και να τον νικήσει.
Όσο πιο υψηλή πολιτική συνείδηση έχει η εργατική τάξη στο μεγαλύτερο τμήμα της, τόσο ο αγώνας για τα άμεσα προβλήματα έχει ελπίδα να εμποδίσει κάτι χειρότερο, ή να αποσπάσει κάτι καλύτερο.
Είναι θέμα στρατηγικής και τακτικής που δεν αποσπάται η μια από την άλλη, ενώ η δεύτερη καθορίζεται από την πρώτη ως προς την ευελιξία της.
Σήμερα μπορούμε να πούμε με σιγουριά: Δεν έχει ηττηθεί καθολικά η διάθεση για αντίσταση και αντεπίθεση. Αυτή η διάθεση υπάρχει, δεν τσακίστηκε παρά τις συστηματικές προσπάθειες που έγιναν.
Και δεν θα σβήσει χάρη στο ΚΚΕ και στις ριζοσπαστικές δυνάμεις που υπάρχουν και συμπαρατάσσονται στο κίνημα. Αν και ο συσχετισμός παραμένει αρνητικός, ωστόσο επίσης παραμένει η δυναμική του ΚΚΕ που συνδέεται και με την μακρόχρονη πείρα του, με τα διδάγματα που έχει πάρει, αλλά και με την ικανότητα αντοχής στις παγίδες της ενσωμάτωσης και της μετάλλαξης.
Είναι κι αυτός ένας όρκος πίστης προς το λαό μας, προς τους λαούς όλου του κόσμου, στην παγκόσμια εργατική τάξη, που σε κάθε χώρα, σε κάθε ήπειρο, δίνει τις ίδιες μάχες, για να γίνει τελικά πραγματικότητα οριστικά και αμετάκλητα αυτή τη φορά στον αιώνα μας, η δυνατότητα της πραγματικά ανώτερης σοσιαλιστικής- κομμουνιστικής κοινωνίας.
ΖΗΤΩ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΖΗΤΩ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
ΑΘΗΝΑ 23/11/2018 ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΣΤΗΝ 20η ΔΙΕΘΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Σας καλωσορίζουμε στην 20η Διεθνή Συνάντηση των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, εδώ στην Αθήνα, στην πόλη από όπου ξεκίνησαν πριν 20 χρόνια οι Διεθνείς Συναντήσεις, με πρωτοβουλία του Κόμματός μας.
Βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σας, κλείνοντας έναν αιώνα ζωής και δράσης. Για τα 100 τιμημένα και ηρωικά χρόνια του ΚΚΕ, νοιώθουμε δικαιολογημένη περηφάνια.
Γιατί συνεχίζουμε δυναμικά, με αποφασιστικότητα, στα βήματα των ηρωικών και τιμημένων νεκρών του Κόμματός μας, που έδωσαν το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου, την ίδια τους τη ζωή, στον αγώνα για θριαμβεύσει η ζωή.
Το Κόμμα άντεξε παλικαρίσια σε όλες τις στροφές της ταξικής πάλης. Και στα πέτρινα χρόνια της παρανομίας, των διώξεων, των εκτελέσεων, των φυλακίσεων και κατατρεγμών επί 56 χρόνια και στα χρόνια της αστικής νομιμότητας τα τελευταία 44 χρόνια.
Στάθηκε όρθιο στο μεγάλο ιστορικό πισωγύρισμα της αντεπανάστασης του 1991, μέχρι σήμερα. Βρήκε τη δύναμη να σηκώσει το μπόι του.
Σκαρφαλώνοντας βήμα το βήμα στον ανήφορο της ανασυγκρότησης.
Ανιχνεύοντας, τις αιτίες που οδήγησαν στη νίκη της αντεπανάστασης, μελετώντας και συζητώντας από τους πρώτους προβληματισμούς του 1996, μέχρι τη συλλογική αποτύπωση αυτής της προσπάθειας στο 18ο Συνέδριο, για τις συνολικές αιτίες της ανατροπής της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ο αιώνα, με βάση κυρίως την πείρα της Σοβιετικής Ένωσης.
Μελετώντας σελίδα τη σελίδα, τα ντοκουμέντα του Κόμματος, το ιστορικό αρχείο, για να συνθέσουμε τη μεγαλειώδη αυτή πορεία, με τις νίκες και τις ήττες, τα άλματα και τα πισωγυρίσματα, τα λάθη και τις αδυναμίες, αλλά και τον άφθαστο ηρωισμό 100 ολόκληρων χρόνων.
Συντρόφισσες και σύντροφοι
Όσο κι αν οι σειρήνες της αντίδρασης και του οπορτουνισμού τραγουδάνε το τέλος της ιστορίας, το τέλος της εργατικής τάξης και του κινήματός της, η ζωή τους διαψεύδει.
Η εργατική τάξη θα ανταποκριθεί αργά ή γρήγορα, στον ιστορικό της ρόλο, στην ιστορική της αποστολή. Στην οριστική κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.
Κι αυτό γιατί έχει τη δύναμη που σχετίζεται με τη συγκεντρωμένη βιομηχανοποιημένη παραγωγή. Από αυτό απορρέουν αρετές, όπως η συλλογικότητα, η συνειδητή πειθαρχία, η απαράμιλλη αντοχή στις δυσκολίες, δοκιμασμένες σε μεγάλους ταξικούς αγώνες.
Η Παρισινή Κομμούνα και η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι τα φωτεινά παραδείγματα, εμπνέουν τους αγώνες μας. Όπως και οι χιλιάδες εργάτες και εργάτριες στην πατρίδα μας που έδωσαν τη ζωή τους, μπήκαν μπροστά και άντεξαν μύριες όσες δυσκολίες, αυτά τα 100 χρόνια έως τις μέρες μας.
Μάχες, που άφησαν ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους στο σώμα του ελληνικού εργατικού κινήματος, στην πορεία της ταξικής πάλης.
Με διδάγματα θετικά και με αδυναμίες βεβαίως, που πρέπει να μελετάμε, από τη σκοπιά της εργατικής πρωτοπορίας, της εξέλιξης της σκληρού ταξικού αγώνα.
Η εργατική τάξη κατακτά αυτή τη θέση όχι αυθόρμητα, αλλά με την επαναστατική θεωρία και δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος, της συνειδητής και οργανωμένης δηλαδή πρωτοπορίας της.
Σύντροφοι και συντρόφισσες,
Η ύπαρξη επαναστατικού προγράμματος, η πίστη στην κοσμοθεωρία του μαρξισμού - λενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού, οι αρχές συγκρότησης Κόμματος Νέου Τύπου, η επεξεργασμένη μελέτη της ιστορικής μας πείρας, αναμφισβήτητα συνιστούν σύγχρονα όπλα, μας δίνουν υπεροχή, το θέμα όμως είναι πώς τα χρησιμοποιούμε με δημιουργικό και εύστοχο τρόπο στην καθημερινή μας δράση και προσπάθεια.
Δε φθάνει να εκτιμάμε την αξία των εργατικών αγώνων για άμεσες διεκδικήσεις και το ρόλο του Κόμματος σε αυτούς. Κριτήριο αξιολόγησης αποτελεί κατά πόσο αυτοί βοηθούν στην πρόοδο της πολιτικής συνείδησης.
Κριτήριο προόδου είναι η ανάπτυξη της κομματικής οικοδόμησης στους εργασιακούς χώρους και η κοινωνική σύνθεση των γραμμών του κόμματος, η ηλικιακή σύνθεση και η συμμετοχή γυναικών.
Κριτήριο αποτελεί η σταθερή πρόοδος στην άνοδο της θεωρητικής, πολιτικής και οργανωτικής στάθμης του Κόμματος, επίσης η βελτίωση της ικανότητας καθοδήγησης και σύνδεσης με την εργατική τάξη ξεκινώντας από την ΚΕ, και φθάνοντας ως την ΚΟΒ.
Τα σύνθετα καθημερινά καθήκοντα δεν πρέπει να μας αποτραβούν από το κύριο και βασικό, να κάνουμε δουλειά υποδομής, ώστε το κόμμα να είναι προετοιμασμένο, να μην αιφνιδιάζεται σε στροφές και απότομες καμπές, να έχει πάντα τη δυνατότητα έγκαιρης πρόγνωσης και προσαρμογής, χωρίς να χάνει τον κύριο στόχο του.
Είναι αδύνατον να παρακολουθούμε ολοκληρωμένα την πορεία της δουλειάς μας, να την κρίνουμε με απαιτητικότητα, να βλέπουμε και να διορθώνουμε έγκαιρα λάθη και παραλείψεις, αν δεν έχουμε κατακτήσει και ατομικά την ικανότητα να κρίνουμε τον υποκειμενικό παράγοντα, υπολογίζοντας και τις συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες, τους όρους που υπάρχουν ανεξάρτητα από τη δίκη μας θέληση και επιθυμία, από τη δική μας παρέμβαση.
Η ελληνική αλλά και η παγκόσμια πείρα, επιβεβαιώνει ότι με εξαίρεση εκεί που δημιουργήθηκαν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και η εργατική τάξη πήρε και κράτησε -όσο κράτησε- την εξουσία, η ιδεολογικοπολιτική επιρροή και δύναμη του κόμματος ήταν αναντίστοιχη, σε σύγκριση με την πρωτοπόρα μαχητική δράση του στον αγώνα, με την συνέπειά του, την ανιδιοτέλεια και την προσφορά του σε αμέτρητες θυσίες, με το γεγονός ότι κατά κανόνα έχουν επιβεβαιωθεί οι προβλέψεις, οι προειδοποιήσεις προς το λαό.
Δεν είναι κάτι το παράξενο. Η εργατική τάξη μόνο όταν κατακτά την πολιτική εξουσία και στην πορεία όσο προχωρεί η σοσιαλιστική οικοδόμηση διαμορφώνει τις προϋποθέσεις να γίνει κυρίαρχη η ιδεολογία του σοσιαλισμού.
Αυτό δε σημαίνει ότι το ΚΚΕ βλέπει παθητικά τη δική του ευθύνη να συμβάλλει στην ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης. Άλλο η απαιτητικότητα το Κόμμα να πολεμά και να απαλλάσσεται όσο πιο έγκαιρα γίνεται από τις δικές του αδυναμίες, ελλείψεις και τυχόν λάθη και άλλο να έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να κυριαρχήσει η σοσιαλιστική συνείδηση στις συνθήκες του καπιταλισμού.
Η απαιτητικότητα του Κόμματος από τον εαυτό του, η κριτική και αυτοκριτική εξέταση των αποτελεσμάτων της δράσης του, δεν μπορεί να γίνεται με τα ίδια κριτήρια, από την ίδια σκοπιά των αστικών κομμάτων, των κομμάτων που έχουν αποδεχθεί να παλεύουν μέσα στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος ή διαδίδουν στις μάζες ότι ο καπιταλισμός μεταρρυθμίζεται σε σοσιαλισμό.
Αυτό που έχει τεράστια σημασία για το ΚΚΕ, είναι κατά πόσο οι δεσμοί του διευρύνονται και βαθαίνουν με επίκεντρο τα εργοστάσια, τα μεγάλα αστικά κέντρα, άλλοι τομείς στρατηγικής σημασίας.
Απορρίπτουμε χαρακτηρισμούς και ιδεολογικά εφευρήματα, που συσκοτίζουν την ταξική ουσία, κρύβουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις, την αστική και την εργατική.
Το ΚΚΕ παλεύει για πάρει η ταξική πάλη, την κατεύθυνση ανατροπής του καπιταλισμού συστήματος και σε αυτήν την κατεύθυνση επιδιώκει να συνδέεται ο αγώνας όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης αλλά και των λαϊκών μεσαίων στρωμάτων, για τη βελτίωση των όρων εργασίας και ζωής τους.
Σκοπός της καθημερινής μας προσπάθειας είναι η έμπρακτη ανάδειξη της εργατικής τάξης ως επαναστατικής πρωτοπορίας και όχι στενά μιας πρωτοπορίας στους συνδικαλιστικούς λαϊκούς αγώνες.
Να τείνουν όσο γίνεται περισσότερο λαϊκά τμήματα μεσαίων στρωμάτων σε κοινή δράση και συμμαχία με την εργατική τάξη, ώστε να εκφράζεται η κοινωνική συμμαχία με μαζικούς, όσο γίνεται, όρους.
Έχουμε επίγνωση ότι το εργατικό κίνημα και οι σύμμαχοι του στην Ευρώπη και στην Ελλάδα είναι σε μια φάση σχετικής υποχώρησης, δυσαρέσκειας αλλά και σχετικής ακινησίας, παρά τις συχνές εκδηλώσεις οικονομικής κρίσης.
Η τάση απομαζικοποίησης και αλλοίωσης του ταξικού προσανατολισμού, έχει διαμορφωθεί εδώ και πολλά χρόνια, αρκετά πριν την καπιταλιστική παλινόρθωση στη ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κυρίως λόγω της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης.
Ο ευρωκομουνισμός αποτέλεσε βασικό αγωγό, μέσα από τον οποίο, ο δυτικοευρωπαϊκός καπιταλισμός με δεξί χέρι τη σοσιαλδημοκρατία, κατάφερε σοβαρά κτυπήματα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα με αποτέλεσμα την σταδιακή υποχώρηση του, ακόμα και τον εκφυλισμό του.
Αγώνες έγιναν, όμως αυτοί δεν μπόρεσαν να διαφοροποιήσουν θετικά το συσχετισμό δυνάμεων. Το αντίθετο συνέβη σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στην Ελλάδα ένα σημαντικό μέρος εργατών και εργατριών, λαϊκών μαζών «κουράστηκαν» ή απογοητεύτηκαν, γιατί οι συνδικαλιστικοί αγώνες δεν έφεραν άμεσα αποτελέσματα.
Ένα άλλο μέρος εργαζομένων, κρατά στάση αναμονής, περιμένοντας, μάταια βέβαια, ότι κάπου θα μπει ένα τέλος στα βάρβαρα μέτρα, ελπίζοντας ότι από τα πάνω μπορεί κάποια αλλαγή να γίνει.
Κυριαρχεί η στάση των μειωμένων απαιτήσεων. Αυτά τα δεσμά «πλέκονται» γύρω από τον εργάτη, τον υπάλληλο, τον φτωχό αυτοαπασχολούμενο και αγρότη, από τα πρώτα βήματα της ζωής του, και βεβαίως ενισχύονται αποφασιστικά στο χώρο δουλειάς, ενώ έχει προετοιμασθεί η συνείδηση να θεωρεί τον καπιταλιστή ως αυτόν που δίνει δουλειά, διανέμει τα εισοδήματα.
Στο φόβο αλλά και στην αυταπάτη, στην απάθεια και στην απογοήτευση, εκφράζεται δυστυχώς, η αδυναμία κατανόησης της σχέσης οικονομίας και πολιτικής, του ταξικού χαρακτήρα των κομμάτων.
Εκφράζεται η άγνοια ή η ημιμάθεια για το τι είναι και πώς λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα, για τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης. Εκφράζονται οι εδραιωμένες κοινοβουλευτικές αυταπάτες.
Οπωσδήποτε υπάρχουν ευθύνες και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και στο Κόμμα μας που δεν μπόρεσαν έγκαιρα να απεμπλακούν από το αστικό δίκτυο ενσωμάτωσης, διαχρονικά, με τη συμμετοχή, στήριξη ή ανοχή αστικών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών και κυβερνήσεων.
Η ιδεολογική δουλειά και η διαφώτιση δεν αρκεί να γίνεται με αφορμή την επικαιρότητα, με τη μορφή επανάληψης γενικών συνθημάτων και θέσεων της επαναστατικής στρατηγικής, χωρίς ζωντάνια, μαχητικότητα, χωρίς εμπλουτισμό μέσα από τις εξελίξεις.
Η έκθεση των θέσεών μας, με τη μορφή αξιώματος ή γενικής κριτικής στα άλλα κόμματα, σαν μάθημα από καθέδρας, δεν προσελκύει, καθώς πέφτει σε έδαφος όπου όλα τα άλλα κόμματα κινούνται σε ένα μονόδρομο, ενώ εμείς οδεύουμε προς ένα εντελώς διαφορετικό δρόμο που απαιτεί εθελοντική στράτευση και προσφορά θυσιών και μάλιστα σε μια περίοδο νίκης της αντεπανάστασης στις σοσιαλιστικές χώρες.
Όλα μοιάζουν να είναι εναντίον μας, ενώ η πορεία του καπιταλισμού παρέχει σήμερα, πολύ περισσότερες αποδείξεις για την αναγκαιότητα της στρατηγικής επιδίωξης του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό, η δε ιστορία έδειξε πόσο αναγκαία ήταν η διόρθωση λαθών του παρελθόντος, όχι μόνο στη στρατηγική του ΚΚΕ αλλά διεθνώς.
Η επεξεργασία της στρατηγικής απαιτεί ενότητα θεωρίας και πράξης. Το να γίνει όμως υπόθεση της κομμουνιστικής πρωτοπορίας, οδηγός δράσης και ανάπτυξης αγώνων των ευρύτερων εργατικών λαϊκών μαζών, δεν είναι εύκολη δουλειά.
Το ότι καταφέραμε να ξεπεράσουμε και την Σκύλλα του αστισμού και την Χάρυβδη του ρεφορμισμού, του οπορτουνισμού, και ότι καταφέραμε να κρατήσουμε όρθιο το Κόμμα μας με συνεχή δράση, καθημερινή παρουσία στον αγώνα και στις πολιτικές εξελίξεις, δεν μας εφησυχάζει, καθώς σήμερα οι συνθήκες δράσης και οι απαιτήσεις είναι ιδιαίτερα περίπλοκες, πιο σύνθετες.
Η προγραμματική μας επεξεργασία και ιδιαίτερα η πολιτική μας στάση, προκάλεσε συστηματική επίθεση κατά του Κόμματος όχι μόνο από τον ταξικό αντίπαλο αλλά και από τον οπορτουνισμό.
Είναι ύπουλη και επεξεργασμένη επίθεση, καθώς οι φορείς της δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ωμά, προκλητικά επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν την περίοδο του 90-91, όταν πίστεψαν ότι η νίκη της αντεπανάστασης ήταν η χρυσή ευκαιρία να «ξεφορτωθεί» το κομμουνιστικό κίνημα τον μαρξισμό- λενινισμό ή να διατηρήσει κάποιες μαρξιστικές ιδέες, απαλλαγμένες όμως από τον επαναστατικό σοσιαλιστικό χαρακτήρα τους.
Κυρίως, από το 2012 και μετά, ο οπορτουνισμός επέλεξε να μας αντιμετωπίσει με κύριο όπλο την στενοχώρια και την ανησυχία για το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα του 2012 και την απότομη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ τότε, που τον οδήγησε στην κυβερνητική εξουσία το 2015.
Με τη γραμμή μιας ψεύτικης ελπίδας, ότι κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να φρενάρει την αντιλαϊκή επίθεση, προσπάθησαν να παρασύρουν το ΚΚΕ στη γραμμή πολιτικής κυβερνητικής συνεργασίας, μεταρρυθμίσεων και δήθεν εξόδου από την Ευρωζώνη, με μια κυβέρνηση δήθεν «αριστερών» πολιτικών δυνάμεων.
Χρέωσε στην προγραμματική γραμμή του Κόμματος και στο καταστατικό του, την έλλειψη τέτοιας μετακίνησης, συσπείρωσης δυνάμεων, σε μια περίοδο που το Κόμμα όντως είχε καταγράψει εκλογικές απώλειες που οπωσδήποτε είχαν και έχουν πολιτικό- ιδεολογικό χαρακτήρα.
Ο οπορτουνισμός πρόβαλε ότι μια τέτοια επιλογή είναι επιβεβλημένη λόγω του αρνητικού συσχετισμού, ότι θα γινόταν εφαλτήριο για την αλλαγή του, κατηγορώντας το ΚΚΕ για έλλειψη τακτικής.
Τότε βέβαια, δεν είχαν αποκαλυφθεί πλήρως οι στενές σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και το «βαθύ» αστικό κράτος μιας διεφθαρμένης και σάπιας καπιταλιστικής εξουσίας.
Ο οπορτουνισμός βέβαια, έχει κοινωνική βάση, όπως τη διαμόρφωση εκτεταμένης εργατικής αριστοκρατίας και λόγω της διεύρυνσης των κρατικών επιχειρήσεων, τη διεύρυνση μισθωτών επιστημόνων, καλλιτεχνών, εκπαιδευτικών, εργαζόμενων στα ΜΜΕ κλπ.
Αυτή η κοινωνική βάση, διαμορφώνει και την τάση συμβιβασμού με τον ταξικό αντίπαλο, την αναζήτηση άμεσων πολιτικών λύσεων μέσα στο αστικό σύστημα, τον οπορτουνισμό μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα, αλλά και στο κόμμα της εργατικής τάξης.
Γι' αυτό η πάλη με τον οπορτουνισμό –που αναμφίβολα αποτελεί και συνώνυμο του πολιτικού τυχοδιωκτισμού- είναι προϋπόθεση για τη διατήρηση του επαναστατικού εργατικού χαρακτήρα του κόμματος, σε κάθε περίοδο και σε κάθε φάση της ταξικής πάλης του συσχετισμού δυνάμεων.
Απ' αυτή την πάλη, από την ιδεολογική - πολιτική συνέπεια και ικανότητά της, από την οργανωτική της συνέπεια, εξαρτάται η απόκρουση της μετάλλαξης Κομμουνιστικών Κομμάτων.
Στην Ελλάδα, έχουμε αρνητική πείρα, από την ολιγόχρονη συμμετοχή του Κόμματός μας, σε διάφορες αστικές κυβερνήσεις και το 1944 και το 1989.
Η πείρα στην καπιταλιστική Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική, έχει δείξει ότι όταν ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, αποφασίζει να πάρει μέρος σε μια κυβέρνηση διαχείρισης στο όνομα μιας μεταβατικής επιλογής, έχει ήδη δέσει τα χέρια του, ακόμα και όταν δεν δεσμεύεται με επίσημη συμφωνία ή έχει διακηρύξει τη διατήρηση της αυτοτέλειάς του.
Καμιά εγγύηση δεν παρέχουν γραπτές ή όχι δεσμεύσεις. Οι νόμοι της καπιταλιστικής αγοράς δεν εξαρτώνται από τις πολιτικές συμφωνίες.
Αν δεν έχουμε κατακτήσει να σκεφτόμαστε, να κρίνουμε με άξονα τη σχέση οικονομίας και πολιτικής, για κάθε κοινωνικό πρόβλημα, για κάθε οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο, όπως π.χ. είναι η εμφάνιση ενός σκανδάλου, ακόμα και η εμφάνιση ενός νέου κόμματος κλπ, τότε γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα στο συγκεκριμένο πρόβλημα και στην αναγκαιότητα πάλης κατά του καπιταλισμού συνολικά, το οποίο δεν κατανοείται -και δικαιολογημένα- από ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης σήμερα.
Το βασικό κριτήριο για τη θέση των αντιμαχόμενων κοινωνικών δυνάμεων, βρίσκεται στην όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού: Από τη μια η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, της εργασίας, ο άνθρωπος, ως η σπουδαιότερη παραγωγική δύναμη και από την άλλη η ατομική ιδιοποίηση του προϊόντος στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Αυτή η αντίφαση είναι μήτρα όλων των αντιφάσεων και αντιθέσεων του συστήματος, άρα ως άξονας πρέπει να καθορίζει το Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Βέβαια, αυτή η αντίφαση του καπιταλιστικού συστήματος δε συνειδητοποιείται από την εργατική τάξη στο σύνολό της.
Αντίθετα, σήμερα ακόμα υιοθετεί την αστική ιδεολογία, ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οργάνωσης ολόκληρης τη κοινωνίας είναι ο ιστορικά ανώτερος, επομένως και αναντικατάστατος.
Είναι αυτό πλευρά της καπιταλιστικής εξουσίας, που επιβάλλεται όχι μόνο με την εργοδοτική και κρατική βία, αλλά και με την ιδεολογική-πολιτική χειραγώγηση (Εκπαίδευση, ΜΜΕ, Εκκλησία, άλλοι μηχανισμοί των αστικών κομμάτων, κρατικοί μηχανισμοί που διασυνδέονται με τις μάζες, όπως της Τοπικής Διοίκησης, διάφορες ημικρατικές οργανώσεις, όπως οι ΜΚΟ, ακόμα και μέσω των ενσωματωμένων στο σύστημα συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως είναι στην χώρα μας οι ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ).
Η ιδεολογική χειραγώγηση της εργατικής τάξης αντανακλάται στη στρεβλή πολιτική συνείδησή της, στην πολιτική προσκόλλησή της σε αστικά ή σε κόμματα προερχόμενα από τις γραμμές της - εργατικά και αριστερά κόμματα και ομάδες- αλλά που στην πορεία αστικοποιούνται.
Έτσι, ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων, αντανακλά πάντοτε την κυριαρχία της αστικής τάξης, την εκφράζει στα όργανα εξουσίας του -μεταξύ αυτών και το κοινοβούλιο- καθορίζει τις διαδικασίες, όπως των εκλογών, για την ανάδειξη των οργάνων του.
Πραγματική αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων, σημαίνει ότι σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης και εξαιτίας αδυναμίας της αστικής εξουσίας, έχει σπάσει τα δεσμά, τις αλυσίδες της αστικής ιδεολογικής χειραγώγησης.
Το ζήτημα του συσχετισμού δυνάμεων κρίνεται και από την πορεία ωρίμανσης της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, σε συνθήκες μη επαναστατικές, τουλάχιστον για το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά και μια εργατική λαϊκή συσπείρωση γύρω από αυτό που δεν σταματά να αποκαλύπτει και να συγκρούεται με το κεφάλαιο, τα μονοπώλια, το αστικό πολιτικό σύστημα, τη νομοθεσία, τις δικαστικές, κατασταλτικές δομές, εκπαιδευτικές, θρησκευτικές και ηθικές κυρίαρχες αντιλήψεις, τις ιμπεριαλιστικές διακρατικές ενώσεις της ΕΕ, του ΝΑΤΟ.
Η απαιτητική κριτική και αυτοκριτική εξέταση της απόδοσης, της πορείας αποτελεσματικότητας του υποκειμενικού παράγοντα, του Κόμματός μας, δεν μπορεί να γίνεται σε απόσπαση με τον διεθνή συσχετισμό της ταξικής πάλης που πήρε δραματική, αρνητική στροφή με τη νίκη της αντεπανάστασης σε χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Βέβαια, ρήγματα στην κυριαρχία του καπιταλισμού, με τις κρίσεις, τους πολέμους, τους ανταγωνισμούς, συγκεντρώνονται, διαμορφώνουν προοπτικά νέες συνθήκες, ευκαιρίες, που απαιτούν ετοιμότητα του κομμουνιστικού κινήματος.
Η πρόοδος της ταξικής πάλης, της κινητήριας δύναμης των θετικών εξελίξεων, δεν εξαρτάται ούτε από τρικ, ούτε από τακτικισμούς, ούτε από τον δήθεν ρεαλισμό της μοιρολατρίας, ούτε από το άγχος των εκλογικών ποσοστών ή την υποκατάσταση του κινήματος, από δήθεν επαναστατικά «στιγμιότυπα» και «χάπενιγκς».
Εξαρτάται από την οργανωμένη, προσανατολισμένη παρέμβαση για την οργάνωση των πρωτοπόρων εργατικών λαϊκών δυνάμεων.
Στόχος είναι η ανάπτυξη των γραμμών του κόμματος από τους πιο πρωτοπόρους εργάτες και εργάτριες, η ηλικιακή του ανανέωση, η αύξηση των οργανωμένων γυναικών.
Επίσης, η ένταξη σε αυτό των πιο διαλεκτών αγωνιστών από τα λαϊκά στρώματα των αγροτών, αυτοαπασχολουμένων, μισθωτών επιστημόνων και καλλιτεχνών.
Απαιτείται συστηματική, ειδική δουλειά, ανεξάρτητα αν διατρέχουμε περίοδο αγώνων ή στασιμότητας.
Ούτε η αύξηση των γραμμών του κόμματος φέρνει αυτόματα πιο ισχυρούς αγώνες. Υπάρχει αλληλεπίδραση, αλλά αυτή προωθείται συστηματικά και επιτελικά, με συνδυασμένα καθήκοντα, κριτήρια και μέσα και όχι αυθόρμητα και μηχανιστικά.
Μια πραγματική μεταβολή στο συσχετισμό μεταξύ των δύο αντίπαλων τάξεων δεν μπορεί παρά να εκδηλωθεί με μαζική συσπείρωση με το κόμμα της εργατικής τάξης σε σύγκρουση και εμφανή αποδυνάμωση, αδυναμία λειτουργίας των αστικών μηχανισμών, των αστικών θεσμών και των κυβερνήσεών τους.
Ο αρνητικός διεθνής συσχετισμός θα αρχίζει να δέχεται πλήγμα στο βαθμό που σε εθνικό επίπεδο αναπτύσσεται η ταξική πάλη, αποκτά αντικαπιταλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, συγκρούεται κάθετα με την πολιτική διεξόδου από την κρίση και τις στρατηγικές επιλογές της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Είναι και δική μας ευθύνη να περιορίζουμε -όσο εξαρτάται από εμάς- τις εφεδρείες του καπιταλισμού, να του ψαλιδίζουμε τις ευκαιρίες, να καταφέρνουμε πλήγματα, να συγκεντρώνονται δυνάμεις για την αντεπίθεση και την ανατροπή.
Η πορεία της δύναμης του κόμματος καθορίζεται από συνδυασμένα κριτήρια, ορισμένα από τα οποία παίζουν πιο καθοριστικό ρόλο σε σύγκριση με άλλα, σχετίζονται με την ανάγκη για ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, προώθηση της αντιμονοπωλιακής-αντικαπιταλιστικής Κοινωνικής Συμμαχίας, την πάλη για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
Η εργατική τάξη φέρει την πρώτη ευθύνη για το επίπεδο κοινής κατεύθυνσης και δράσης με τους συμμάχους της. Το επίπεδο και η εμβέλεια της συμμαχίας θα κρίνεται σε κάθε φάση, από την ικανότητα του εργατικού κινήματος να αντέχει στην πίεση που ασκούν τα μικροαστικά στρώματα, στις ταλαντεύσεις τους.
Κριτήριο είναι και η αντοχή σε συνθήκες εργοδοτικής και κρατικής τρομοκρατίας, βίας, καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η σταθερή μαχητικότητα της καθημερινής πάλης που καθορίζεται από την στρατηγική του Κόμματος μπορεί να είναι ένας καλός σπόρος που θα καρπίσει αργά η γρήγορα.
Μπροστά σε εκλογικές μάχες, επόμενες και μεθεπόμενες, το δικό μας επιθετικό σύνθημα είναι η ανάγκη ισχυροποίησης του ΚΚΕ, ώστε να ενισχυθεί η εργατική λαϊκή αντιπολίτευση απέναντι στην αστική αντιλαϊκή πολιτική, τον ευρωμονόδρομο, είτε σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης είτε σε συνθήκες μιας ορισμένης ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού, σε συνθήκες είτε μεγαλύτερης είτε πολύ μικρότερης συνοχής της ΕΕ.
Η ανασύνταξη του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος αφορά στην παραπέρα ενίσχυση του ταξικού κινήματος, του ΠΑΜΕ, που αποτελεί την μεγαλύτερη κατάκτηση των τελευταίων δεκαετιών για την εργατική τάξη και το κίνημά μας, που πρωτοστατεί στους εργατικούς αγώνες, στην προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας.
Η ανασύνταξη αφορά επίσης, στην αλλαγή συσχετισμών σε αρχαιρεσίες, και την οργάνωση της πάλης για τα οξυμένα προβλήματα, ώστε οι συνεπείς ταξικές δυνάμεις να αποκτήσουν πλειοψηφία.
Ταυτόχρονα όμως, είναι ζήτημα κατανόησης της αναγκαιότητας για μαζική οργάνωση και συμμετοχή στα σωματεία, στο κίνημα, καθώς και ζήτημα ποια γραμμή πάλης κυριαρχεί στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι είναι λαθεμένη και αστικά και οπορτουνιστικά υπαγορευμένη, η άποψη ότι το εργατικό κίνημα, γενικότερα το λαϊκό κίνημα, δεν πρέπει να παίρνει θέση στο ζήτημα της διακυβέρνησης, της εξουσίας, γιατί είναι μαζικό κίνημα και πρέπει να κρατήσει γραμμή ουδετερότητας.
Η ουδετερότητα για τους αστούς, τους ρεφορμιστές, τους οπορτουνιστές, είναι η «ταξική συνεργασία», ο «κοινωνικός εταιρισμός», η αναγνώριση της προτεραιότητας του κεφαλαίου έναντι της εργατικής δύναμης, η λογική του ευρωενωσιακού μονόδρομου.
Οι καπιταλιστές, οι πολιτικοί και τεχνοκράτες εκπρόσωποί τους, κατηγορούν τους αγώνες ως πολιτικά υποκινούμενους και επικίνδυνους, διασπαστικούς, γιατί δήθεν δεν παίρνουν υπόψη ότι οι εργαζόμενοι ανήκουν σε πολλά ή και σε όλα τα κόμματα. Ωστόσο, το περιεχόμενο της έννοιας «πολιτικοποίηση» σχετίζεται με το σκοπό της πολιτικοποίησης που ο πυρήνας της είναι η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Το ερώτημα, αν πρέπει να διαλέξουν οι εργαζόμενοι να ενωθούν για τα άμεσα προβλήματα τους ή για την εργατική λαϊκή εξουσία είναι ένα παραπλανητικό δίλημμα, σκόπιμα διαχωρίζει τον αγώνα για να τον υπονομεύσει και να τον νικήσει.
Όσο πιο υψηλή πολιτική συνείδηση έχει η εργατική τάξη στο μεγαλύτερο τμήμα της, τόσο ο αγώνας για τα άμεσα προβλήματα έχει ελπίδα να εμποδίσει κάτι χειρότερο, ή να αποσπάσει κάτι καλύτερο.
Είναι θέμα στρατηγικής και τακτικής που δεν αποσπάται η μια από την άλλη, ενώ η δεύτερη καθορίζεται από την πρώτη ως προς την ευελιξία της.
Σήμερα μπορούμε να πούμε με σιγουριά: Δεν έχει ηττηθεί καθολικά η διάθεση για αντίσταση και αντεπίθεση. Αυτή η διάθεση υπάρχει, δεν τσακίστηκε παρά τις συστηματικές προσπάθειες που έγιναν.
Και δεν θα σβήσει χάρη στο ΚΚΕ και στις ριζοσπαστικές δυνάμεις που υπάρχουν και συμπαρατάσσονται στο κίνημα. Αν και ο συσχετισμός παραμένει αρνητικός, ωστόσο επίσης παραμένει η δυναμική του ΚΚΕ που συνδέεται και με την μακρόχρονη πείρα του, με τα διδάγματα που έχει πάρει, αλλά και με την ικανότητα αντοχής στις παγίδες της ενσωμάτωσης και της μετάλλαξης.
Είναι κι αυτός ένας όρκος πίστης προς το λαό μας, προς τους λαούς όλου του κόσμου, στην παγκόσμια εργατική τάξη, που σε κάθε χώρα, σε κάθε ήπειρο, δίνει τις ίδιες μάχες, για να γίνει τελικά πραγματικότητα οριστικά και αμετάκλητα αυτή τη φορά στον αιώνα μας, η δυνατότητα της πραγματικά ανώτερης σοσιαλιστικής- κομμουνιστικής κοινωνίας.
ΖΗΤΩ ΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΚΕ
ΖΗΤΩ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ
ΑΘΗΝΑ 23/11/2018 ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ